Μία φορά κι έναν καιρό, ήταν και δεν ήταν…» – έτσι ξεκινάνε όλα τα τσιγγάνικα παραμύθια.
«Το βράδυ της Τετάρτης είναι το νέο σαββατόβραδο» λένε οι σύγχρονοι ημών millennials. Έτσι κι εγώ, το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, ακολουθώντας την παραπάνω λαϊκή ρήση, βρέθηκα στην κεντρική σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση, για να παρακολουθήσω το Romaland – μία από τις πιο συγκλονιστικές, ανθρώπινες και αφυπνιστικές θεατρικές παραστάσεις που έχω δει ποτέ. Το Romaland ακολουθεί το πρότυπο του θεάτρου-ντοκιμαντέρ.

Το συγκεκριμένο θεατρικό έργο αποτελούνταν από πραγματικές ιστορίες Ελλήνων Ρομά, τις οποίες αφηγούνταν στο κοινό οι ίδιοι, ζωντανά. Ακούστηκαν ιστορίες επιτυχίας, ιστορίες εγκλωβισμού σε έθιμα και παραδόσεις, ιστορίες αστυνομικής βίας και κατάχρησης εξουσίας, ιστορίες καθημερινού ρατσισμού που βιώνουν οι Ρομά από εμάς τους Μπαλαμούς. Ακούστηκαν ιστορίες με καλό τέλος και άλλες με τέλος λυπηρό. Οι άνθρωποι που συμμετείχαν στην παράσταση, αν και δεν ήταν επαγγελματίες ηθοποιοί, είχαν έναν μαγικό τρόπο να καθοδηγούν με μαεστρία τα συναισθήματά μας, σαν να βρισκόμασταν σε roller coaster.
Μέσα στα 85 λεπτά που διήρκεσε αυτό το «ταξίδι» προλάβαμε να βιώσουμε συναισθήματα κάθε είδους, και παραδόξως να γελάσουμε πολύ. Το γέλιο μας ήταν άλλες φορές εκρηκτικό, επειδή ερχόταν να μας ανακουφίσει μετά από στιγμές έντονης συγκίνησης, και άλλες φορές ήταν πηγαίο, γιατί ακολουθούσε κάποιο απίστευτα έξυπνο και γρήγορο punchline. Υπήρχαν, όμως, κι εκείνες οι στιγμές που το γέλιο μας έβγαινε αμήχανο και πικρό, καθώς μέσα από τις χιουμοριστικές και αφοπλιστικές ατάκες των ηθοποιών συνειδητοποιούσαμε πόσο βαθιά ρατσιστική είναι η κοινωνία στην οποία μεγαλώνουμε, πόσο καλά ριζωμένη είναι μέσα μας η τσιγγανοφοβία, αλλά και πόσο, τελικά, είμαστε ο,τι απαξιώνουμε. Είναι τρομερά ειρωνικό το πόσο διαφορετικός και υπεράνω θεωρείται ο τρόπος ζωής των Ελλήνων συγκριτικά με αυτόν των Ρομά.

Στο μυαλό του μέσου Μπαλαμού (Μπαλαμός = όχι Τσιγγάνος), οι Ρομά είναι άνθρωποι πού στην πλειοψηφία τους δεν τελειώνουν το σχολείο, παντρεύονται με το ζόρι, οι άντρες οφείλουν να συνεχίσουν τη δουλειά του πατέρα τους, ενώ οι γυναίκες έχουν καθήκον να μένουν σπίτι, και το μεγάλο τους ατού είναι η μουσική και το γλέντι. Στην πραγματικότητα, η ημιτελής εκπαίδευση, τα προξενιά και οι τόσο έντονοι εμφυλοι ρόλοι ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος ζωής σε όλη την Ελλάδα μέχρι και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, και εξακολουθεί να είναι σε μικρότερες περιοχές της χώρας. Και όσο γεια την παράδοση στο γλέντι και στο πανηγύρι, να ζήσει ο Ζορμπάς, η Ευδοκία και ο Μάκης Δημάκης…
Ένας ακόμη παράγοντας που κατέστησε αυτή την παράσταση εξαιρετικά σημαντική ήταν οι συνθήκες καθολικής προσβασιμότητας υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε. Η Στέγη ιδρύματος Ωνάση, σε συνεργασία με τον πολιτιστικό οργανισμό Liminal, έκαναν το Romaland απόλυτα προσβάσιμο και συμπεριληπτικό για άτομα με αισθητηριακές αναπηρίες. Συγκεκριμένα, υπήρχε η δυνατότητα απτικής ξενάγησης στην σκηνή πριν από την παράσταση και ακουστική περιγραφή κατά την διάρκεια για άτομα με οπτική αναπηρία, αλλά και υπερτιτλισμός και διερμηνεία στη νοηματική γλώσσα για κωφά και βαρήκοα άτομα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι όλες οι προαναφερθείσες προσαρμογές προετοιμάστηκαν σε συνεργασία με τυφλά και κωφά άτομα, επομένως μιλάμε για ένα εγχείρημα δημιουργημένο από ανάπηρα άτομα για ανάπηρα άτομα.
Μετά από το τέλος της παράστασης, είχα τη χαρά να συναντήσω τον Αβραάμ Γκουτζελούδη, βοηθό σκηνοθέτη και μέλος του θίασου, για να του κάνω μερικές σύντομες ερωτήσεις. «Για πέντε λεπτάκια θα σε απασχολήσω» του είπα. Τελικά, η συζήτησή μας ολοκληρώθηκε 45 λεπτά αργότερα, αφού ο Αβραάμ είχε τόσο ενδιαφέροντα πράγματα να μοιραστεί μαζί μας, και, όπως παραδεχτήκαμε αμφότεροι εκ των υστέρων, νιώσαμε και οι δύο πολύ άνετα και ο χρόνος κύλησε σαν νερό. Έτσι λοιπόν, φορέσαμε τα μπουφάν μας, κι εκείνος με συνόδεψε μέχρι τα σκαλάκια στην είσοδο της Στέγης, όπου και καθίσαμε. Μετά από λίγη ψιλή κουβεντούλα μεταξύ εμού και του Αβραάμ και μερικές χειραψίες μεταξύ Αβραάμ και κοινού, το κινητό μου ξεπρόβαλε, το κουμπί της ηχογράφησης πατήθηκε και η συνέντευξη ξεκίνησε.

Τη στιγμή που δημοσιεύεται αυτή η συνέντευξη, ο κύκλος των παραστάσεών σας θα έχει ολοκληρωθεί. Πώς ανταποκρίθηκε το κοινό στο Romaland;
«Ο κόσμος ήταν κατά κύριο λόγο ζεστός και μας αγκάλιασε. Υπήρχαν, όμως, και κάποιοι, που μου έλεγαν μετά από την παράσταση «παρότι με έχετε κλέψει στο παρελθόν, ήταν πολύ ωραία η παράστασή σας». Νιώθω ότι εκείνη τη στιγμή, προσπαθούν να γλυκάνουν κάπως την ενοχή τους. Είναι σαν να λένε ότι, έχω τσιγγανοφοβία, αλλά καταφέρνω να την αφήσω πίσω μου για λίγο, να έρθω, να σας δω και να μου αρέσετε κιόλας. «Σας έχω κλέψει εγώ;» τους ρωτούσα, κι εκείνοι μου απαντούσαν «όχι εσείς, η φυλή σας». Κι εγώ αυτό που τους έλεγα ήταν ότι, κι εμένα με έχουν κλέψει Έλληνες πολίτες, αλλά δεν σας βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι. Προτιμώ να βλέπω τα αίτια που οδηγούν έναν άνθρωπο σε μία τέτοια πράξη. Όταν ένας άνθρωπος κλέψει δύο ευρώ, θεωρείται εγκληματίας. Όταν όμως κάποιος κλέψει δύο εκατομμύρια, τότε είναι μάλλον μέλος της κυβέρνησης ή του κοινοβουλίου.»
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε, και ποια ήταν η πιο όμορφη πτυχή στην όλη διαδικασία;
«Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν ότι κάποιοι από τους ηθοποιούς είναι λειτουργικά αναλφάβητοι. Χρειάστηκε, λοιπόν, να βρούμε τρόπους να αντικαταστήσουμε την αποστήθιση του σεναρίου μέσω του διαβάσματος, ή την επικοινωνία μέσω γραπτού λόγου. Εν τέλει αφήσαμε πίσω την ευκολία της πεπατημένης και τα καταφέραμε όλοι μαζί. Μία δυσκολία που αντιμετωπίσαμε ήταν ότι κάθε βράδυ, λέγοντας τις ιστορίες μας, αναβιώναμε τα τραύματά μας. Ένα βράδυ, καθώς μία από τις ηθοποιούς αφηγούνταν την ιστορία του γαμπρού της που δολοφονήθηκε από αστυνομικούς, δεν άντεξε και έβαλε τα κλάματα. Το διαχειριστήκαμε μαζί εκείνη τη στιγμή, με πολύ νοιάξιμο και φροντίδα. Κάτι πολύ όμορφο ήταν ο δεσμός που δημιουργήθηκε ανάμεσά μας, ίσως και λόγω του ότι τα παιδιά δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί. Μάθαμε να επικοινωνούμε με τα μάτια ή με ένα νεύμα. Το πιο σημαντικό είναι να ακουστούν ιστορίες. Ιστορίες που θα ήθελα να είχα ακούσει κι εγώ ως παιδί.»

Στην παράσταση εντοπίζετε και το στοιχείο της διαθεματικότητας, αφού αναφέρεσαι και στην ΛΟΑΤΚΙ ταυτότητά σου. Θεωρείς ότι έχει δοθεί η απαραίτητη ορατότητα στα ΛΟΑΤΚΙ Ρομά άτομα;
«Δεν υπάρχει αρκετή ορατότητα για τα γκέι Ρομά άτομα. Είχα ανεβάσει κάποια βιντεάκια στο tiktok μαζί με γκέι Ρομά φίλους μου, και κάποιοι έγραφαν στα σχόλια «γύφτος και αδερφή; Πολύ σπάνιο». Καθόλου σπάνιο δεν είναι. Γνωρίζω πάρα πολλά γκέι Ρομά άτομα, απλώς η ορατότητα είναι πραγματικά ανύπαρκτη. Πάντως η τσιγγανοφοβία υπάρχει παντού – και εντός και εκτός της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Ακόμα κι εγώ παλεύω τόσο με την εσωτερικευμένη τσιγγανοφοβία, όσο και με την εσωτερικευμένη ομοφοβία. Παλεύω με αντιλήψεις για τους εαυτούς μας που μας έχουν φυτέψει από πάρα πολύ νωρίς.»
Ποιο είναι το στερεότυπο για τους Ρομά, πού θα ήθελες να ξυπνήσεις αύριο κι εκείνο να έχει εξαφανιστεί;
«Το στερεότυπο για το προξενιό. Είναι κάτι που πλέον δεν συμβαίνει τόσο έντονα. Ίσως να συμβαίνει σε κάποιες πιο μικρές και συντηρητικές περιοχές. Ακόμα και πολλοι από τους ανθρώπους που το κάνουν, ωστόσο, αντιλαμβάνονται ότι είναι λάθος, αλλά νιώθουν εγκλωβισμένοι μέσα σε αυτό το «καθήκον» να ακολουθήσουν τα έθιμα και τις παραδόσεις. Πάντως, ένα πολύ μεγάλο μέρος των Ρομά θεωρεί ότι αυτό το έθιμο είναι λάθος και πρέπει να εξαλειφθεί. Βέβαια, μιλάμε για ένα έθιμο το οποίο ακολουθούσαν και πάρα πολλοί Έλληνες μέχρι και τις προηγούμενες δεκαετίες. Σε κάθε περίπτωση, το έθιμο αυτό είναι βαθιά σεξιστικό. Ο κάθε άνθρωπος πρέπει να είναι κύριος του σώματος και της ζωής του.»
Θα έχουμε ξανά την ευκαιρία να απολαύσουμε το Romaland;
Θα το θέλαμε πάρα πολύ. Θα θέλαμε επίσης να ταξιδέψουμε και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Προς το παρόν έχουμε ήδη κλείσει παραστάσεις στο Άμστερνταμ και το Βερολίνο, και αν όλα πάνε καλά Θα υπάρξουν κι άλλες σε άλλες χώρες.»
Τους τελευταίους 18 μήνες, η Human Rights Watch κατέγραψε 716 περιστατικά διάκρισης και ρατσιστικής βίας κατά των Ρομά. Παρατηρούμε συνεχώς περιστατικά άσκησης αστυνομικής βίας, ακόμα και δολοφονίες κατά Ρομά ατόμων. Ποιο είναι το σχόλιό σου για όλα αυτά που συμβαίνουν, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίον τα αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία;
«Όταν είχε δολοφονηθεί ο Κώστας Φραγκούλης στη Θεσσαλονίκη, μία φίλη μου με είχε ρωτήσει, «γιατί ενώ όταν είχε δολοφονηθεί Ο Γρηγορόπουλος καιγόταν όλη η Ελλάδα, τώρα δεν συμβαίνει το ίδιο; Επειδή συνηθίσαμε τις δολοφονίες, ή επειδή ο Κώστας ήταν Ρομά;» Δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Νομίζω, όμως, ότι δεν υπήρξαν τόσες αντιδράσεις επειδή ήταν Ρομά. Επειδή πολύς κόσμος σκέφτεται «Εντάξει, προφανώς κάτι θα έκανε και τον δολοφόνησαν. Οι αστυνομικοί τη δουλειά τους κάνουν. Οι Ρομά κλέβουν. Οι Ρομά έχουν παραβατικές συμπεριφορές.» Παρόλα αυτά, είχα πολλούς φίλους Μπαλαμούς, οι οποίοι οδηγούσαν χωρίς να έχουν δίπλωμα, ή το είχαν συνήθειο να κλέβουν βενζίνη, και δε γινόταν ποτέ τίποτα. Θεωρούνταν κανονικότητα όταν το έκαναν εκείνοι. Η αστυνομική βία έχει ξεφύγει απέναντι στους Ρομά. Οι Έλληνες Ρομά είναι αντίστοιχη μειονότητα με τους μαύρους της Αμερικής. Βιώνουμε διαρκώς μία τρομερή απαξίωση. Στο αγόρι μου, που είναι ψηλός, ξανθός, γαλανομάτης, οι αστυνομικοί μιλάνε στον πληθυντικό, ενώ σε εμένα μιλάνε πάρα πολύ άσχημα. Και εννοείται ότι όταν μπαίνω σε ένα κατάστημα, οι σεκιουριτάδες με ακολουθούν μέχρι να φτάσω στο ταμείο. Η τσιγγανοφοβία είναι η πιο αποδεκτή μορφή ρατσισμού στην Ευρώπη. Αν κάποιος πει κάτι για τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, για τις γυναίκες, για τα άτομα με αναπηρία, όλοι θα υπερασπιστούν τα άτομα που βάλλονται. Αντίθετα, αν κάποιος βρίσει τους Ρομά, οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν με το ρατσιστικό σχόλιο. Πολλοί έχουν υιοθετήσει την στερεοτυπική εικόνα για τους Ρομά που τους προβάλλουν τα ΜΜΕ και αδυνατούν να δουν κάτι άλλο. Αυτοί οι άνθρωποι θα σου πουν ότι οι Ρομά είναι βρωμιάρηδες, αγράμματοι, αγενείς, οπισθοδρομικοί, κακοποιητικοί… Και ναι. Υπάρχουν τέτοιοι Ρομά. Όπως υπάρχουν και τέτοιοι Έλληνες, Άγγλοι, Πορτογάλοι… Απλώς αυτοί οι άνθρωποι βλέπουν αυτό που οι ίδιοι επιλέγουν να δουν.»




