Με σταθερή παρουσία στο θέατρο, τη τηλεόραση, αλλά και με πρόσφατα βήματα στον κινηματογράφο, η Νατάσα Εξηνταβελώνη ξεχωρίζει όχι μόνο για το υποκριτικό της ταλέντο, αλλά και για την άποψη που φέρει σε κάθε της εμφάνιση – καλλιτεχνική ή δημόσια. Ειλικρινής, ευαισθητοποιημένη, με έντονο χιούμορ και βαθιά συναίσθηση του έργου της, επιλέγει να τοποθετείται με καθαρότητα ως προσωπικότητα και πραγματική καλλιτέχνης.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, η ταλαντούχα ηθοποιός μιλά με αφοπλιστική ειλικρίνεια για το θέατρο, τον κινηματογράφο, το κοινό που επηρεάζει την παράσταση, τη δύναμη του να γράφεις αυτό που χρειάζεσαι να ακουστεί – αλλά και για τον πατέρα της, που αποτελεί σημείο αναφοράς στη ζωή και την τέχνη της. Μια συνάντηση που αποδεικνύει ότι η ουσία της τέχνης ίσως βρίσκεται τελικά σε αυτές τις ανθρώπινες λεπτομέρειες που συνήθως αφήνουμε στο περιθώριο.
Πως είναι η καθημερινότητα, του σήμερα, για έναν Έλληνα ηθοποιό;
Καταρχάς, το να είσαι ηθοποιός —και γενικότερα καλλιτέχνης— είναι κάτι πολύ όμορφο. Η δουλειά μας είναι βαθιά ανθρώπινη, γιατί ουσιαστικά ασχολούμαστε με τον άνθρωπο, με τις σχέσεις, τα συναισθήματα, τις ανάγκες του. Θεωρώ ότι πρόκειται για ένα από τα πιο ανθρωπιστικά επαγγέλματα, κυρίως ως προς το κομμάτι της δημιουργικότητας που σου επιτρέπει να εκφράζεσαι.
Από την άλλη, οι δυσκολίες είναι υπαρκτές και έντονες. Συχνά είναι δύσκολο να βρεις δουλειά ή να παραμείνεις επαγγελματικά ενεργός. Ακόμα κι όταν έχεις όρεξη και όραμα, δεν είναι πάντα στο χέρι σου να κάνεις τις επιλογές που θες, γιατί οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν. Το να σταθείς σταθερά σε αυτόν τον χώρο στην Ελλάδα του σήμερα, είναι σίγουρα απαιτητικό — αλλά όχι αδύνατο.
Πως αντιμετώπισε το οικείο περιβάλλον σας την απόφαση να σταματήσετε τη φοίτηση στο παιδαγωγικό για την υποκριτική; Ήταν κατανόηση στο όνειρο;
Κατ’ αρχάς δεν ήταν όνειρο που είχα από μικρή τουλάχιστον, αλλά κάτι που προέκυψε παράλληλα. Την ίδια χρονιά που μπήκα στο Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης, αποφάσισα να δώσω και εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου — και τελικά πέρασα. Έτσι, για τα πρώτα δύο χρόνια φοίτησης στη σχολή θεάτρου, παρακολουθούσα και τα δύο προγράμματα παράλληλα, χωρίς να ξέρω τι θα υπερισχύσει. Τελικά, επικράτησε η υποκριτική. Το αστείο είναι ότι είχα άγνοια κινδύνου για τις απαιτήσεις της σχολής και τις εξετάσεις, ήμουν… λίγο στον κόσμο μου, κι ίσως αυτό να ήταν που λειτούργησε.
Ευτυχώς όταν καταστάλαξα, το περιβάλλον μου ήταν υποστηρικτικό, αν και προέρχομαι από μία οικογένεια που δεν είναι ιδιαίτερα καλλιτεχνική. Ωστόσο είναι μία οικογένεια που δίνει χώρο στις επιλογές των ανθρώπων. Το προτιμώ από το να ήταν μία εντελώς καλλιτεχνική οικογένεια που θα έλεγε πρέπει οπωσδήποτε να κάνεις θέατρο με αυτούς τους όρους, με αυτά τα μέσα και από αυτές τις διαδρομές. Οπότε ήμουν τυχερή να μην έχω μία πιεστική οικογένεια.
Μιας και αναφερθήκαμε στην οικογένεια, έχετε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με τον πατέρα σας — τον έχουμε δει να σας συνοδεύει σε παραστάσεις. Τι σημαίνει αυτή η σχέση για εσάς;
Ο πατέρας μου είναι ο έρωτας της ζωής μου. Τον λατρεύω και είναι ο καλύτερος μπαμπάς που θα μπορούσα να έχω. Είναι πολύ υποστηρικτικός και είναι το στήριγμα που με κρατά προσγειωμένη. Τα τελευταία χρόνια πέρασε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, είχε εγκεφαλικό, αλλά τώρα είναι καλά, απλά μιλάει λίγο σπαστά ελληνικά — θα είχε πλάκα να του πάρουν συνέντευξη! Η σχέση μας είναι πραγματικά καρμική. Νομίζω, αν δεν ήταν ο μπαμπάς μου, με κάποιον μαγικό τρόπο θα τον γνώριζα έτσι κι αλλιώς σε αυτή τη ζωή.
Με τον πατέρα της και τον σύντροφό της, Πάνο Βλάχο.
Τι είναι αυτό που ακούσατε ως συμβουλή ή παρατήρηση στα πρώτα σας βήματα, το οποίο σας συντροφεύει έως τώρα ως σκέψη; Έχετε κάτι ως σημείο αναφοράς είτε από την οικογένεια είτε από τη σχολή;
Από τους δασκάλους μου, θυμάμαι τον Ακύλλα Καραζήση, έναν ηθοποιό που εκτιμώ πάρα πολύ, ο οποίος μας είχε πει κάτι που μου έμεινε πολύ: μου είχε πει πως υποψιάζεται τους ηθοποιούς που πάνε στη σκηνή χαρούμενοι και ενθουσιασμένοι να παίξουν χωρίς κανένα δέος ή φόβο. Αυτό γιατί, όπως είπε, η δουλειά μας είναι τόσο δύσκολη και απαιτητική που αναπόφευκτα πρέπει να νιώθεις έναν μικρό σεβασμό, ένα μικρό άγχος πριν βγεις. Αν δεν το νιώθεις αυτό, κάτι δεν πάει καλά. Υπάρχουν μέρες που κι εγώ αναρωτιέμαι γιατί κάνω αυτή τη δουλειά, γιατί την επιλέγω οικειοθελώς.
Επίσης, θυμάμαι μια αξέχαστη στιγμή με τον Δημήτρη Ήμελλο, σε μια θεατρική άσκηση όπου ο ένας έπρεπε να εκφράσει έντονα ένα συναίσθημα (π.χ. αηδία ή φόβο), και παρά το ότι κάποιος δεν έπαιζε καλά, οι υπόλοιποι αντιδρούσαν σαν να ήταν πολύ πειστικός. Αυτό μου έμαθε ότι δεν είναι μόνο το πώς παίζεις εσύ ο ίδιος, αλλά το πώς αντιδρούν οι άλλοι πάνω στη σκηνή. Συχνά το μεγαλύτερο στοίχημα είναι να παίξεις μαζί με τους υπόλοιπους, να είστε συντονισμένοι και να δημιουργήσετε μια κοινή εικόνα, ακόμα κι αν κανείς δεν είναι ο καλύτερος ηθοποιός.
Εκτός από τη συνύπαρξη με τους συναδέλφους, συνυπάρχετε με έναν τρόπο και με το κοινό. Υπάρχει κάτι που σας ενοχλεί στη συμπεριφορά των θεατών κατά τη διάρκεια μιας παράστασης, που κάνει τη συνύπαρξη αυτή δύσκολη;
Ναι, με ενοχλεί πολύ όταν τραβάνε βίντεο ή φωτογραφίες μέσα στην παράσταση, γιατί πιστεύω πως είναι άκομψο και διακόπτεις το κλίμα γύρω από την ερμηνεία. Μια φορά σταμάτησα παράσταση γιατί μια κυρία δεν σταματούσε να βγάζει με φλάς φωτογραφίες – και μάλιστα σε μονόλογο. Επίσης με ενοχλεί όταν οι θεατές μιλάνε μεταξύ τους ή κάνουν θόρυβο, μπορούν να με αποσυντονίσουν. Ακόμα, με ενοχλούν τα μπουκαλάκια νερού που κάνουν θόρυβο όταν τα πιάνουν. Συνήθως δεν θα αντιδράσω, αλλά υπάρχουν και στιγμές που θα εκφράσω τη δυσαρέσκεια μου.
Τώρα στο “Girls and Boys” που είναι και πάλι μονόλογος, πως διαχειρίζεστε μια τέτοια αλληλεπίδραση;
Στο μονόλογο αυτόν έχω αποφασίσει να παίζω μαζί με το κοινό. Αν δω κάποιον που με συγκεντρώνει, θα τον κοιτάζω συχνά για να τραβήξω την ενέργειά του. Αν χτυπήσει το κινητό, δεν κάνω πως δεν το ακούω, αλλά το χρησιμοποιώ μέσα στο ρυθμό. Όταν βλέπω θεατές που παίζουν με το κινητό ή ψιθυρίζουν, το κάνω θέμα. Αυτή η αλληλεπίδραση με κρατάει ζωντανή και όχι απόμακρη γιατί είναι και υποκριτικά λάθος να μην εντάξεις όλη την ατμόσφαιρα. Κανονικά πρέπει όλα να τα εντάξεις αν και όλα μπορεί να είναι εν δυνάμει πολύ ενοχλητικά.
Για τη παράσταση που αναφέραμε, “Girls and Boys”, ήταν μια απλή επιλογή ή εντοπίσατε κάτι ξεχωριστό στο έργο για να το υπηρετήσετε;
Δεν είχα δει το έργο πριν ξεκινήσουμε, παρότι είχε ανέβει πριν από μερικά χρόνια με επιτυχία. Μου έγινε η πρόταση να παίξω έναν μονόλογο από την παραγωγή του θεάτρου της Θεσσαλονίκης, οπότε μαζί με τη σκηνοθέτιδα διαβάσαμε πολλά έργα και καταλήξαμε σε αυτό. Ήταν πολύ προσωπική μας επιλογή και όχι απλώς μια ανάθεση. Το έργο αυτό μας άνοιξε μια μεγάλη γκάμα εκφραστικών δυνατοτήτων.

Από τη παράσταση “Girls and Boys”
Σχετικά με τον ρόλο σας στον “Γλάρο” (υποψήφια για το βραβείο Μελίνα Μερκούρη), πώς προσεγγίσατε έναν κλασικό ρόλο σε σύγκριση με έναν σύγχρονο, όπως στο “Girls and Boys”;
Το “Girls and Boys” είναι μονόλογος και συμμετείχα σε όλη τη διαδικασία, από τη μετάφραση μέχρι τη σκηνοθεσία, ενώ το υλικό του είναι πιο ανοιχτό και ελεύθερο. Αντίθετα, για το ρόλο της Μάσα στον “Γλάρο”, μελέτησα εκτενώς το έργο του Τσέχωφ και εμπιστεύτηκα πολύ τον σκηνοθέτη, που είχε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Εκεί υπήρχε σαφές πλαίσιο, ενώ στο “Girls and Boys” συνεχίζω να αυτοσχεδιάζω και να πειραματίζομαι με τον ρόλο για να κρατάω την παράσταση ζωντανή. Η σκηνοθέτιδα δηλαδή έρχεται σε κάθε παράσταση οπότε αναρωτιόμαστε μήπως αλλάξουμε κάτι ενώ στη Μάσα προσπαθούσα να είμαι πιστή σε αυτό που έχω αποφασίσει να κάνω.
Σας εξέπληξε το ότι ένας άντρας, όπως ο Ντένις Κέλι, κατάφερε να γράψει έναν τόσο βαθύ και γυναικείο χαρακτήρα; Και πώς νιώθετε για το γεγονός ότι μέσα από το έργο επισημαίνει κάποιες φορές τη συμπεριφορά των αντρών;
Στην αρχή ήμουν επιφυλακτική για το αν έπρεπε να ανέβει ένα έργο γραμμένο από άντρα με τόσο έντονο φεμινιστικό περιεχόμενο. Τελικά, αναθεώρησα. Δεν το θεωρώ τόσο απόλυτα φεμινιστικό, ούτε ότι κουνάει υπερβολικά το δάχτυλο στους άντρες. Προσωπικά, θα ήθελα να το κάνει και πιο έντονα. Το σημαντικό είναι ότι το έργο εισχωρεί βαθιά στην ψυχοσύνθεση της γυναίκας και ο συγγραφέας έχει εντάξει μέσα και τα αντρικά χαρακτηριστικά με οξυδέρκεια. Έτσι το έργο έγινε πολύ πετυχημένο. Πλέον, με τη βοήθεια της σκηνοθέτιδας, το έχουμε προσαρμόσει στην ελληνική πραγματικότητα και το θεωρώ πλέον “δικό μας” έργο.
Το έργο αναφέρεται σε μια μορφή βίας που αρχίζει αθέατη και σιωπηλή. Πιστεύετε ότι αυτή η βία υπάρχει στην καθημερινότητά μας;
Απόλυτα. Πιστεύω ότι το έργο πετυχαίνει ακριβώς αυτό, να δείξει τη σιωπηλή, εσωτερικευμένη βία που υπάρχει. Πιστεύω πολύ στην έμφυλη διάσταση αυτής της βίας, όχι ως ατομική ευθύνη των ανδρών, αλλά ως αποτέλεσμα της πατριαρχίας που έχουμε ζήσει στο βάθος των χρόνων. Αυτή η βία είναι τόσο ριζωμένη μέσα στις οικογένειες και την κοινωνία που πολλές φορές δεν αναγνωρίζεται ούτε από εμάς τους ίδιους. Γι’ αυτό και υπάρχει η έκπληξη όταν μαθαίνουμε ότι ένας “καλός άνθρωπος” ασκούσε βία. Η ηρωίδα του έργου στο τέλος προσπαθεί να καταλάβει τι πήγε λάθος σε αυτή τη σχέση, γιατί κάτι σίγουρα δεν πήγε καλά.

Από τη παράσταση "Ο Γλάρος"
Τι είναι αυτό που σας φοβίζει περισσότερο στην κοινωνία σήμερα, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη την ευαισθησία σας στα κοινωνικά θέματα;
Με τρομάζει κυρίως το πόσο αργά γίνονται οι αλλαγές. Με απογοητεύει η συσσώρευση ήττων στα κοινωνικά και ανθρωπιστικά ζητήματα που δημιουργεί την αίσθηση ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτα. Για παράδειγμα, ακόμα και μεγάλες κινητοποιήσεις, όπως για τα Τέμπη, δεν άλλαξαν πολλά. Αυτές οι συνεχόμενες αποτυχίες μας αναισθητοποιούν και εμένα προσωπικά. Θέλω να θυμίζω στον εαυτό μου ότι οι μεγάλες αλλαγές ποτέ δεν ήταν εύκολες ή γρήγορες, πάντα γίνονται μέσα από συσσώρευση οργής και αγώνα. Παράλληλα, με προβληματίζει ο τρόπος που μεταφέρεται η πληροφορία σήμερα, που συχνά είναι στρατευμένη και δεν είναι ποτέ καθαρή.

Με τη Σμαράγδα Καρύδη στο Φεστιβάλ Καννών.
Θα ήθελα, να φύγουμε από το θέατρο και να πάμε στον κινηματογράφο. Πώς ζήσατε την εμπειρία της προβολής της ταινίας σας στις Κάννες; Είναι ο προάγγελος ή η σκέψη μιας διεθνούς καριέρας;
Μου αρέσει πολύ το σινεμά και μπορεί φέτος να κάνω κάτι σχετικό, θα φανεί σύντομα. Στις Κάννες, το πιο ωραίο ήταν ότι απευθυνόμασταν σε διεθνές κοινό. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα την ταινία σε τόσο μεγάλη αίθουσα — ήταν κάτι το εντυπωσιακό, γιατί, για τα ελληνικά δεδομένα τουλάχιστον, ήταν τρομακτικά μεγάλη.
Εύχομαι πολύ να κάνω καλό σινεμά, με όρους που θεωρώ «κανονικούς» — όχι όπως το συνηθισμένο ελληνικό σινεμά που συχνά είναι χαμηλού προϋπολογισμού, με γυρίσματα σε πολύ σύντομο χρόνο και με χαμηλές απολαβές. Πιστεύω ότι το σινεμά έχει πολλές αρετές και είναι ο χώρος που έχουμε μεγαλώσει περισσότερο ως θεατές, περισσότερο ακόμη κι από το θέατρο.
Όσο για τις Κάννες, είχα κάποιες προσδοκίες που δεν ήταν ακριβώς αυτό που φανταζόμουν — δεν είναι μόνο το κόκκινο χαλί, έχει πολύ κίνηση, κόσμο που σε τραβάει, φόρμες που πατάνε το φόρεμά σου. Παρόλα αυτά, η συνολική εμπειρία είναι πολύ γλυκιά.
Κλείνοντας, θέλω να ρωτήσω ποια είναι τα όνειρά σας για το μέλλον; Υπάρχει κάποιος ρόλος που ονειρεύεστε να υποδυθείτε ή να σκηνοθετήσετε;
Αυτή τη στιγμή, με ενδιαφέρει πιο πολύ να γράψω δικά μου πράγματα — να πω τις ιστορίες που θέλω, ακόμα κι αν δεν τις παίξω εγώ αλλά κάποια άλλη ηθοποιός. Το να σκηνοθετήσω δεν το σκέφτομαι καθόλου, δεν έχω τα “skills” για κάτι τέτοιο. Έχω όμως ένστικτο επιβίωσης στη σκηνή, ξέρω πώς να ανταποκριθώ στις καταστάσεις, αλλά δεν θα ήθελα ποτέ να αναλάβω τη σκηνοθεσία ή να διδάξω. Είναι που δεν θα έκανα με τίποτα, δεν είναι για εμένα.


Με τον πατέρα της και τον σύντροφό της, Πάνο Βλάχο. 
