Σας έχει τύχει να νιώσετε ότι κάποιοι σας βλέπουν μόνο ως ηθοποιό, ενώ άλλοι μόνο ως μουσικό ή τραγουδιστή; Πώς διαχειρίζεστε αυτές τις “ετικέτες”; Πιστεύετε ότι το κοινό αντιλαμβάνεται πως ένας καλλιτέχνης μπορεί να έχει πολλές διαφορετικές πλευρές στην πορεία του;
Έναν καλλιτέχνη στην Ελλάδα ο κόσμος τον βλέπει μονόπλευρα. Στο εξωτερικό είναι διαφορετικά, ο Τζάρεντ Λέτο, είναι ηθοποιός, αλλά και τραγουδιστής εξίσου καλός, είναι και σκηνοθέτης και έχει σκηνοθετήσει και δικές του παραγωγές και δικά του video clips. Συνήθως στο εξωτερικό δεν μπαίνει εύκολα η ετικέτα στον καλλιτέχνη. Στην Ελλάδα είναι δύσκολο να αφομοιώσουμε την πληροφορία, και αυτό συμβαίνει συνήθως γιατί είμαστε άνθρωποι που βλέπουμε πολύ τηλεόραση. Υπάρχει ακόμα η δυναμική της τηλεόρασης· ακόμα μας επηρεάζει.Έτσι, όταν βλέπω εγώ έναν καλλιτέχνη-ηθοποιό στην τηλεόραση σε έναν συγκεκριμένο ρόλο, είναι δύσκολο μετά να αλλάξει στο μυαλό μου. Αν δεν είχα κάνει τόσο μεγάλη επιτυχία το «Ταμάμ», μπορεί να ήμουν περισσότερο “ο τραγουδιστής”. Αυτό δεν το γνωρίζω, βέβαια. Για παράδειγμα ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, που ξεκίνησε από σειρά. Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος προχώρησε καλλιτεχνικά, και το κοινό τον γνωρίζει περισσότερο ως τραγουδιστή, και έπειτα θυμήθηκαν τη σειρά, τον ρόλο του.

Εγώ έχω πάρει πολλές ταμπέλες στη ζωή μου, αλλά κυρίως ήταν ο Τζέμ από το «Ταμάμ» τα τελευταία 10 χρόνια, λόγω της επιτυχίας του. Όμως, με βοήθησε πολύ στην καριέρα μου. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα σου κρύψω τη μικρή πικρία που έχω, γιατί θα ήθελα πάρα πολύ ο κόσμος να με αναγνωρίσει καλλιτεχνικά και ως τραγουδιστή, με τους ” SUBSTANCE”, και ως συγγραφέα, με τα βιβλία που έχω γράψει.
Έχετε νιώσει ποτέ ότι η επιτυχία σε έναν τομέα λειτούργησε περιοριστικά για εσάς;
Όταν ξεκίνησα το τραγούδι, βοήθησε η επιτυχία του «Ταμάμ», γιατί τραγουδούσα στην Έλλη μέσα στη σειρά και υπήρχε μία σύνδεση, την οποία ο σεναριογράφος ενέταξε στο σενάριο λόγω εμού. Βοήθησε αρκετά το κομμάτι του «Ταμάμ» στην αρχή· έπειτα, όμως, μπορώ να πω ότι γεννήθηκε και ένα μικρό πρόβλημα, γιατί υπήρχε μια σύγχυση στον κόσμο. Με είχε στο μυαλό του ως “ο ηθοποιός που τραγουδάει”, όχι ως “ο τραγουδιστής που αυτή τη στιγμή ερμηνεύει ένα κομμάτι”.
Αν έπρεπε να επιλέξετε μία επαγγελματική διαδρομή, θα διαλέγατε τη μουσική, το θέατρο ή τη συγγραφή και γιατί;

Είναι πολύ δύσκολο να απαντήσω… Αλλά, επειδή αυτό το διάστημα με πετυχαίνεις πολύ ερωτευμένο με τη συγγραφή και το τελευταίο μου βιβλίο , που ετοιμάζω τώρα για το Halloween, Οι κλασικές υποθέσεις του τερατολόγου Μακ Μπρέιν: Το στοιχειωμένο δάσος, μπορώ να σου πω ότι αυτή τη στιγμή έχω μια μεγαλύτερη καψούρα με το συγγραφικό κομμάτι.
Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Ξεκίνησα στα 13 μου. Ήμουν ένα παιδί με δυσλεξία και ανορθογραφία. Οι κόλλες μου ήταν πάντα… κόκκινες. Τις έπιαναν οι δάσκαλοι είτε και τις χαρακώνανε με το κόκκινο μελάνι τους σε όλη τη σελίδα. Στο τέλος βέβαια έγραφαν από πάνω: «Έχεις πολύ φαντασία». Δυστυχώς αυτό μου έκοψε τα φτερά. Στην αρχή, με έκανε να πιστέψω ότι δεν έχω την ικανότητα να γράψω ποτέ κάτι, και κράτησα τη φαντασία για μένα. Είχα έμπνευση από τα βιντεοπαιχνίδια που έπαιζα. Έφτιαχνα ιστορίες σαν video games μέσα στο μυαλό μου στην αρχή, γιατί αυτό ήταν πιο κοντά σε μένα, πιο «εικονικό». Ήταν κάτι που μπορούσα να φανταστώ πιο εύκολα.
Ύστερα, λόγω του Οδηγισμού – γιατί εγώ, κάποια στιγμή, ήμουν στο Σώμα Ελληνίδων Οδηγών , από τους ελάχιστους άντρες, στην έκτη δημοτικού. Τότε, ήμασταν σε ένα camping. Τα παιδιά ήταν τριγύρω από μια φωτιά και λέγανε διάφορες τρομακτικές ιστορίες. Εγώ δεν τις έβρισκα τρομακτικές παρόλο που, σαν άνθρωπος, ήμουν ακραία φοβητσιάρης.Και λέω: «Θα σας πω τη δική μου τρομακτική ιστορία…»
Ήταν ιστορία που σκεφτήκατε εκείνη την στιγμή;
Εκείνη τη στιγμή . Έλεγα παραμύθι για περίπου δύο ώρες. Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ, που εγώ, 13 χρονών τότε, ανακάλυψα πως υπήρχε κάτι που γεννήθηκε μέσα μου, η συγγραφή. Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε το παρθενικό μου ταξίδι. Ξεκίνησα γράφοντας το πρώτο μου βιβλίο, με τίτλο Τα κόκκινα μάτια.
Ήταν κάτι που με μπέρδεψε, αλλά και με κινητοποίησε. Με έκανε να μελετήσω περισσότερο τη γλώσσα. Τη γλώσσα μας, την πλούσια, ζωντανή ελληνική. Μετά άρχισα να ασχολούμαι και με τη θεατρική γραφή. Έγραψα θεατρικά έργα, έκανα κάποιες διασκευές σε κείμενα του Αριστοφάνη. Και έπειτα, διαβάζοντας όλο και περισσότερους συγγραφείς και κρατώντας σημειώσεις από τις διασκευές τους, ξεκίνησα σιγά-σιγά να δημιουργώ δικούς μου κόσμους και να τους περιγράφω μέσα από τη γραφή.
Το πρώτο σας βιβλίο, «Ζιάκ, η Έκλειψη», συνδυάζει φαντασία με φιλοσοφικά ερωτήματα για την κοσμογονία. Θα το χαρακτηρίζατε περισσότερο ως ένα παραμύθι ή ως έναν συμβολισμό της πραγματικότητας;

Ο συμβολισμός της πραγματικότητας. Η Ζιακ είναι η γυναικεία μου πλευρά και το πώς αντιλαμβάνομαι τα πράγματα πιο σφαιρικά. Έχει έναν ποιητικό λόγο που αγγίζει τη «σελήνη» μου το δικό μου εσωτερικό φεγγάρι. “Η Ζιακ: Η Έκλειψη” ξεκίνησε από ένα όνειρο. Είδα στον ύπνο μου μια αιθέρια, γυναικεία ύπαρξη. Τη ρώτησα: «Πώς σε λένε;» Και μου απάντησε:«Ζιακ.» Με φίλησε και εξαφανίστηκε για πάντα.Μέσα, λοιπόν, από αυτό το όνειρο, ορμώμενος, άρχισα να δημιουργώ ιστορίες. Να σκέφτομαι πράγματα. Η πρώτη εικόνα; Η Ζιακ κάθεται σε μια βραχονησίδα. Αναπολεί.
Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου η εικόνα φέρνει στα χαρακτηριστικά σας, αυτό έγινε σκόπιμα;
Η Νεφέλη, η εικονογράφος, έκανε μία εξαιρετική δουλειά. Νομίζω ότι εμπνεύστηκε και λίγο από εμένα σαν συγγραφέα, σαν ψυχή, σαν Γουίλιαμ. Πάντως, η αλήθεια είναι ότι αισθανόμουν σαν να ήμουν ο Γουίλιαμ. Ή, ίσως, ήθελα να είμαι. Να υπάρχω σ’ αυτόν τον κόσμο, σ’ αυτή τη διάσταση. Και να έχω δίπλα μου μια οντότητα που σε θέλει γι’ αυτό που είσαι· για την ψυχή σου. Και αυτό είναι πολύ όμορφο. Η ιστορία έχει μέσα της πάρα πολλούς συμβολισμούς.
Κάποτε είχα πάρει ένα ημερολόγιο και ξεκίνησα να γράφω, όχι για το πώς πέρασα την ημέρα μου, αλλά για το τι μου άφηνε ο κάθε άνθρωπος. Τα χαρακτηριστικά του. Σαν «quote».Για παράδειγμα, γνώρισα έναν σοφό και έγραψα: «Υπάρχουν τριών ειδών άνθρωποι μέσα μας. Ο πρώτος είναι ο εγωιστής αυτός που κουτσομπολεύει τον διπλανό του. Ο δεύτερος είναι αυτός που μελετά ιστορία. Και ο τρίτος είναι αυτός που γράφει ιστορία. Εσύ πρέπει να επιλέξεις ποιος είσαι. Και πάντα μπορείς να είσαι ένας απ’ τους τρεις.» Αυτό το quote με ενέπνευσε. Ύστερα, ήρθε ένας άλλος ιδιαίτερος χαρακτήρας ο Διονύσης, μου ενέπνευσε άλλα, πολύ ιδιαίτερα στοιχεία, που τα πέρασα στα έργα μου. Από τον κάθε άνθρωπο, συλλέγεις κάτι. Από αυτόν, πήρα οτι «Κάθε θησαυρός έχει μέσα του έναν διάβολο.»
Μια ατάκα που με συγκλόνισε και την έβαλα μέσα στο βιβλίο μου. Έτσι, μάζεψα πάρα πολλά quotes και τα ενσωμάτωσα στο τελευταίο μου έργο.
Το βιβλίο στην αρχή είχε ξεκινήσει σαν μυθιστόρημα. Είχα γράψει 200 σελίδες. Τις πέταξα όλες. Ξεκίνησα από την αρχή. Γιατί μου φάνηκε απλά «ένα βιβλίο». Κι εγώ δεν ήθελα να γράψω απλώς ένα βιβλίο.Ήθελα να γράψω κάτι που να έχει ψυχή. Τη δική μου ψυχή. Δεν με ενδιέφερε να περιγράψω απλώς μία τραπεζαρία. Ήθελα να είναι σε μορφή νουβέλας. Ήθελα… η Ζιακ να μιλήσει. Να μιλήσει μέσα από το έργο.
Από τον μύθο και το ρομαντικό στοιχείο του πρώτου σας βιβλίου, περνάτε στον σαρκασμό και στο είδος του μυστηρίου στο «Οι Κλασσικές Υποθέσεις του Τερατόγλου Μακ Μπρέιν – Η Γοργόνα της Τύχης». Πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα;
Η αλήθεια είναι ότι ενδιάμεσα έγραφα σειρές, τα βιβλία και τα παραμύθια λίγο τα είχα αφήσει. Είχα ολοκληρώσει κάποια παραμύθια, αλλά δεν τα είχα έκδοσει. Η ιδέα του βιβλίου «Οι Κλασσικές Υποθέσεις του Τερατόγλου Μακ Μπρέιν – Η Γοργόνα της Τύχης» γεννήθηκε στο Survivor . Tο πρώτο βράδυ κοιμάμαι, ξυπνάω και θυμάμαι ένα όνειρο, στο οποίο είδα να είμαι σεψένα φούρνο το 1900, στη Σκωτία, στα Χάιλαντς, και να ζητάω από κάποιον ένα κεκάκι, το οποίο είχε ένα οικόσημο. Και λέω: «Αυτό το οικόσημο πάνω στο κεκάκι τι είναι;» Και μου απαντάει: «Αυτός είναι ο οίκος της γοργόνας της τύχης.» Και δεν είναι τυχαίο που το κράτησα ακριβώς αυτολέξή. Και λέω: «Είναι γοργόνα της τύχης, θα το κρατήσω έτσι ακριβώς για το βιβλίο μου.» Και εκείνη τη στιγμή, στο όνειρο, μου λένε: «Σας ευχαριστούμε, κύριε ΜακΜπρειν.». Κράτησε αυτά τα δύο στοιχεία, τα κλείδωσα και ονόμασα έτσι το δεύτερο βιβλίο μου. Έτσι λοιπόν άρχισα να ξεδιπλώνω την ιστορία του Mάκ Μπρέιν και μαζί με την συγγραφική ομάδα που είχα τότε, την Γκραντα. προσπαθήσαμε να γράψουμε διάφορα έργα. Έθεσα στο τραπέζι αυτή την ιδέα και τους άρεσε πάρα πολύ. Προσπάθησε όλη ομάδα να διατυπώσει αυτό το έργο. Δεν τα καταφέραμε να το ολοκληρώσουμε μαζί. Συνέχισα με τη Χρύσα Γκούτζιου και πήρε σάρκα και οστά.
Μάλιστα μία ατάκα της Μαρίας Κοσμά, που λέει για έναν κύριο που είχε μαύρα γυαλιά και ήταν σε ένα ασανσέρ, μου ήρθε μία φοβερή ιδέα και είναι κομβικός χαρακτήρας για το Μάκ Μπρέιν, θα το μάθουμε στη συνέχεια του έργου, και μου ξεδιπλώθηκε όλη η ιστορία. Ήταν αυτό το κλικ που χρειαζόμουν, μαζί με τη Χρύσα.

Το βιβλίο “Οι Κλασσικές Υποθέσεις του Τερατόγλου Μακ Μπρέιν – Η Γοργόνα της Τύχης” είναι υποψήφιο στα βραβεία βιβλίου του Public, στην κατηγορία “Ελληνική εφηβική λογοτεχνία”.Στο παρακάτω link μπορείτε να ψηφίσετε τα αγαπημένα σας βιβλία.
https://www.publicbookawards.gr/2025/vote2025.php
Θα σας ενδιέφερε να δείτε κάποιο από τα βιβλία σας να μεταφέρεται σε σειρά ή κινηματογραφική ταινία;
Είναι ήδη ταινία στο κεφάλι μου, αυτό έχω να πω μόνο. Το βλέπω ήδη το έργο. Βέβαια είμαι και σινεφίλ. Βλέπω ταινίες του Χόλιγουντ με επειράζει πολύ, και μ’ αρέσει πολύ ο Τιμ Μπάρτον, ο Τζόνι Ντεπ στους ρόλους « Οι Πειρατές της Καραϊβικής » και άλλες τέτοιου είδους ταινίες που είναι αγαπημένες πολύ, και έχω συνδυάσει πολύ αυτές τις εικόνες σε αυτόν τον χαρακτήρα.
Τι σημαίνει για εσάς η “σκηνή” όταν παίζετε μουσική; Διαφέρει η ενέργεια από αυτήν του θεάτρου;

Η ενέργεια διαφέρει πάρα πολύ, στο θέατρο είσαι αντιμέτωπος με άλλες συνθήκες. Όλα είναι χορογραφημένα στη σκηνή όταν παίζει μουσική, αλλά στο θέατρο έχεις ένα συγκεκριμένο πάτερν. Πρέπει να ανέβεις στη σκηνή και να πεις συγκεκριμένα λόγια. Είναι συγκεκριμένα τα πατήματά σου πάνω στη σκηνή, οπότε γενικότερα ζεις ένα μοτίβο. Στο live performing το μοτίβο αυτό σπάει , γιατί εξαρτάται απο τον κόσμο το τι σου βγάζει εκείνη τη στιγμή. Έχεις άμεση επαφή. Γενικότερα έχω προτίμηση στη μουσική σκηνή. Αισθάνομαι ότι είμαι πιο ελεύθερος, πιο δημιουργικός. Αισθάνομαι ότι μπορώ να κάνω πράγματα τα οποία εκείνη τη στιγμή με εκφράζουν πιο πολύ. Όμως, ένα πολύ καλό θεατρικό όπως ήτανε “Η οικογένεια Άνταμ” (Adams Family) με τη Θέμιδα Μαρσέλλου που είχα παίξει τότε, με γοήτευε κάθε φορά, γιατί είναι και μιούζικαλ.
Αντιμετωπίζετε τη μουσική ως μια παράλληλη πορεία ή ως ένα επόμενο στάδιο της καριέρας σας;

Θα ήθελα να το δω σαν επόμενο στάδιο της καριέρας μου. Να μπορέσει η καριέρα μου να εξελιχθεί θετικά και πάνω σ’ αυτό το κομμάτι. Και με τους Substance, το συγκρότημά μου, το προσπαθούμε πάρα πολύ αυτό. Tώρα που ετοιμάζουμε και το EP μας, είμαστε προς αυτή την κατεύθυνση, να εξελιχθούμε και να πάμε καλύτερα. Αλλά δεν ξέρω κατά πόσο αυτό γίνεται στην Ελλάδα. Αυτό γίνεται πιο πολύ στο εξωτερικό. Η Ελλάδα είναι πολύ μακριά από το LA, από το να αγκαλιάσει τέτοιου είδους σχήματα και να προχωρήσει.
Φέτος, με τη μπάντα σας, δηλώσατε συμμετοχή για την Eurovision με ένα τραγούδι Dark, Opera και Metal. Πιστεύετε ότι το ιδιαίτερο αυτό στυλ ήταν ο λόγος που δεν περάσατε στον εθνικό τελικό;

Θεωρώ ότι το κομμάτι ήτανε καλό. Σίγουρα ήθελε περισσότερη δουλειά. Δεν προλαβαίναμε να αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο πάνω στο κομμάτι. Επίσης θεωρώ ότι μπορεί και κάποιοι να τρομάξανε από την επιτροπή, γιατί δεν έχουν συνηθίσει στα pri vocals, τα brutal φωνητικά σε ένα κομμάτι και πόσο μάλλον ελληνικό. Και ίσως δεν ήθελαν να το ρισκάρουν, να υπάρξει κάποιο πρόβλημα. Θεωρώ όμως ότι έγινε μια πολύ καλή δουλειά με βάση το χρόνο που διαθέσαμε για το συγκεκριμένο κομμάτι, για την προσπάθεια και την αγάπη που του δώσαμε. Αλλά, αν στο μέλλον ξανακάνω κάποια πρόταση στην Eurovision, θέλω να την κάνουμε με καλύτερες προδιαγραφές και με καλύτερες συνεργασίες.
Σκοπεύετε να δοκιμάσετε ξανά, είτε με την μπάντα σας είτε σόλο, για την Eurovision της επόμενης χρονιάς;
Δεν το ξέρω ακόμα. Φέτος δε νομίζω, γιατί θέλω να επικεντρωθούμε πάρα πολύ στο EP μας, ως Substance.
Πώς θυμάστε την πρώτη σας επαφή με το «Ταμάμ»; Περιμένατε την επιτυχία που σημείωσε; Ο ρόλος του Τζεμ αγαπήθηκε πολύ από το κοινό πώς τον βιώσατε εσείς;
Η αλήθεια είναι πως είχαμε υπογράψει μόνο για 12 επεισόδια. Δεν περιμέναμε να γίνει η επιτυχία που έγινε. Ήταν κάτι το οποίο με σόκαρε. Σόκαρε και το ίδιο το κανάλι, το οποίο δεν το υποστήριζε στην αρχή τόσο όπως κάποια άλλα προγράμματά του. Ήταν το αουτσάιντερ, το οποίο τα κατάφερε και έχει γράψει μία διαχρονική πορεία μέχρι στιγμής, κρατώντας τον κόσμο ακόμα και μετά από μια δεκαετία στο να μιλάει ακόμα γι’ αυτό.

Είναι από τις όμορφες σειρές, και η πιο όμορφη που έχω συνεργαστεί και έχω συμμετάσχει ως ηθοποιός. Με τον Πιέρρο Ανδρακάκο είχαμε άψογη συνεργασία, και με πάρα πολλούς συντελεστές της σειράς. Κάποιοι απ’ αυτούς, γίνανε μετέπειτα και δάσκαλοι μου υποκριτικά και με ανάπτυξαν στο υποκριτικό κομμάτι .
Ήταν απο την αρχή ο ρόλος του Τζεμ να γίνει στο τέλος τραγουδιστής ή επηρέασε τον σκηνοθέτη και την τροπή του ρόλου οτι εσείς είστε τραγουδιστής;
Είχα περάσει από 15 κάστινγκ για να καταλήξουμε για τον ρόλο. Στο προτελευταίο, με τον Πιέρρο Ανδρακάκο, μιλάγαμε επαγγελματικά, αλλά είχαμε μία πολύ καλή επικοινωνία και με ρώτησε με τι ασχολούμαι πέρα από την υποκριτική. Και του είπα ότι αυτή τη στιγμή έχω ένα συγκρότημα, ένα μουσικό σχήμα. Είπε: “Βάλε μου να ακούσω, έχεις ωραία φωνή.”
Ήθελε να βρει μέσα στον Τζεμ κάτι ακόμα για τη σύνδεσή του με την Έλλη, δηλαδή πώς η Έλλη θα ερωτευτεί έναν “κανίβαλο”. Πρέπει να υπάρχει ένα όμορφο σημείο καμπής, ώστε και οι δύο να ανταμώσουν και να μπορέσουν να έρθουν κοντά. Και τελικά, όλοι μαζί η σκηνοθετική ομάδα, συμφωνήσαν ότι είναι πολύ όμορφος τρόπος να μπορέσει να προχωρήσει η σειρά και να και οι δύο χαρακτήρες να έρθουν πιο κοντά.
Το «Ταμάμ» θίγει κοινωνικά ζητήματα, όπως η διαφορετικότητα, η θρησκεία, η οικογένεια. Πώς ήταν για εσάς να συμμετέχετε σε μια σειρά που ισορροπούσε ανάμεσα στο χιούμορ και τον κοινωνικό σχολιασμό; Πιστεύετε ότι τα κοινωνικά μηνύματα που μετέφερε έγιναν αντιληπτά από το κοινό;
Κάτι σημαντικό που είναι για μένα απαραίτητο στην τέχνη, τουλάχιστον αυτή που δημιουργώ εγώ είναι πάντα να δίνουμε ένα θετικό πρόσημο στον κόσμο που μας παρακολουθεί και που αφιερώνει χρόνο για εμάς. Ευτυχώς, το “Ταμάμ” ήταν μία απ’ αυτές τις σειρές που έθιξε και πολλά κοινωνικά ζητήματα. Μίλησε για τους γείτονες μας, τους Τούρκους. Άν πας στην Τουρκία, πραγματικά σε λένε Γιουνάν και σ’ αγαπάνε, και υπάρχει άλλη σχέση στα παράλια της Μικράς Ασίας και γενικά. Οπότε ήταν όμορφο που θιγόταν όλο αυτό το κομμάτι και η διαφορετικότητα.

Οι συντελεστές κάναμε μία πολύ μεγάλη μελέτη των Τούρκων, στην ιστορία των Τούρκων. Εγώ διάβασα το Κοράνι. Έπρεπε να γνωρίζω τα ήθη, τα έθιμά τους. Κάναμε μόνο μία παράλειψη για τα παπούτσια, γιατί ήταν πάρα πολύ δύσκολο να βγάζουμε και να βάζουμε τα παπούτσια για να παίξουμε μία σκηνή. Ήτανε κάτι το οποίο από τη μία πλευρά μας θύμωνε, από την άλλη δεν μπορούσαμε να το εντάξουμε γιατί δεν ήταν καθόλου πρακτικό. Παρ’ όλα αυτά, θέλαμε να εντάξουμε όσο πιο πολύ μπορούσαμε την κουλτούρα αυτή των ανθρώπων και την πρόσμειξη αυτών των δύο χωρών. Βγήκε κάτι πολύ όμορφο και θεωρώ ότι πέρασε στο κοινό.
Μιλήστε μας για την εμπειρία σας στο Survivor. Πώς βιώσατε αυτό το ταξίδι; Πιστεύετε ότι αποκομίσατε ουσιαστικά πράγματα από τη συμμετοχή σας; Θα το τολμούσατε ξανά;
Για εμένα ηταν αρκετό οτι εκεί γεννήθηκε η ιδέα του βιβλίου μου. Κατά τ’ άλλα, η υπόλοιπη εμπειρία ήτανε κάτι δύσκολο. Ήταν όντως Survivor και μας δυσκόλευε όλους. Όλη την πρώτη βδομάδα ήθελαν να φύγουνε.

Μετά συνηθίζεις. Τόσο, που θες να μείνεις και να προχωρήσεις. Αλλά είναι πολύ δύσκολη μετάβαση. Είναι πολύ δύσκολο όλο αυτό που ζεις, η πείνα, η αγωνία, τα προβλήματα που υπάρχουν μεταξύ των σχέσεων εκεί και το ριάλιτι που δημιουργείται από τους ανθρώπους του Survivor, τους σκηνοθέτες , τους παραγωγούς. Γιατί αυτοί δημιουργούν το ριάλιτι, βάζοντας ανθρώπους τόσο ξεχωριστούς και τόσο ιδιαίτερους σε ένα νησί χωρίς να τρώνε. Θα φαγωθούν μεταξύ τους και αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Αυτό είναι κάτι που το σκηνοθετούν από την αρχή. Άμα είσαι βέβαια πιο Survivor τύπος στο μυαλό σου, θα επιβιώσεις.
Έχετε ταξιδέψει στην Ουκρανία, εν μέσω πολέμου, για να προσφέρετε εθελοντική βοήθεια. Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε να κάνετε ένα τόσο μεγάλο – και επικίνδυνο βήμα;Πόσο σας μεταμορφώνει η άμεση επαφή με την ανθρώπινη ανάγκη και τη σκληρότητα του κόσμου;
Η αλήθεια είναι πως δεν ήμασταν μέσα στην εμπόλεμη ζώνη, ήμασταν στα σύνορα. Προσφέραμε όντως βοήθεια και βοηθήσαμε πάρα πολύ. Είναι πολύ δύσκολο όμως να προσφέρεις βοήθεια όταν δεν ξέρεις τη γλώσσα και κυρίως ψυχική βοήθεια. Από αυτό έχουν περισσότερο ανάγκη. Γιατί πηγαίνουν εκεί, αφήνουν τρόφιμα· κάπως οι άνθρωποι αυτοί τρώνε και φιλοξενούνται. Αλλά η ψυχική ανάγκη που έχουν αυτή τη στιγμή είναι πολύ δύσκολο να καλυφθεί. Γιατί αν δεν ξέρεις τη γλώσσα, δεν μπορείς να τους βοηθήσεις.Είναι παρήγορο μόνο το να ακουμπήσεις σε κάποιον τον ώμο του και να του δείξεις ότι “είμαστε εδώ για σένα”, αλλά η γλώσσα είναι πάρα πολύ σημαντική. Και αυτό το έδειξε αυτό το ταξίδι.
Μπορώ να πω ότι είδα δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος: ανθρώπους να φεύγουν με τα πλούσια αμάξια τους και να είναι σαν να πηγαίνουν διακοπές, βάζοντας πέντε βαλίτσες και δύο φορτηγά από πίσω τους, χωρίς να γνωρίζω, βέβαια, τον πόνο και την αγωνία που κρύβει πίσω του ο καθένας. Ήταν και κάποιοι άνθρωποι που ήταν πιο προνομιούχοι, κι άλλοι που είχαν περπατήσει χιλιόμετρα, και είχαν καεί τα πόδια τους, δεν είχαν να φάνε, ήταν πρησμένα τα χείλη τους… Βλέπεις πολλά πράγματα εκεί. Κύριος λόγος βοήθειάς μου ήταν τα παιδιά. Για τα παιδιά που δεν έφταιγαν και δε φταίνε ποτέ σε τίποτα, και που αυτά πληρώνουν το μεγαλύτερο τίμημα στους πολέμους. Πήγα γιατί κάτι μέσα μου το ήθελε πολύ. Ήθελα να πάω και να βοηθήσω, να είμαι εκεί, να δείξω το παρόν. Παρ’ όλο που πολιτικά μπορεί και να διαφωνώ με την Ουκρανία σε ένα μεγάλο κομμάτι.
Ποια είναι τα επαγγελματικά σας σχέδια για την επόμενη σεζόν;
Το προσεχές διάστημα θα ακούσετε το EP των Substance λέγεται Waldozia, το οποίο θα βγει το Σεπτέμβριο. Ο Duke θα είναι ο σκηνοθέτης των τεσσάρων lyrics video που θα εμφανιστούν, και θα είναι πάρα πολύ όμορφο. Στη συνέχεια, αυτό το Halloween ευελπιστώ να βγει το δεύτερο βιβλίο:
«Οι Κλασικές Υποθέσεις του τερατολόγου Μάκ Μπρέιν: Το Στοιχειωμένο Δάσος»,
το οποίο πραγματεύεται σε μια ιστορία στη Μινεσότα το 1900, πάλι με ένα ιδιαίτερο, τρομακτικό και σκοτεινό σκηνικό, ζόμπι και μια αποκάλυψη που γίνεται… Είναι πολύ πιο σαρκαστικό και πολύ πιο δραματικό το επόμενο βιβλίο.



