Συναισθηματικά παρούσα, βαθιά πολιτικοποιημένη και με λόγο που δεν χαρίζεται σε εύκολες βεβαιότητες, η Νατάσσα Εξηνταβελώνη ανήκει στη γενιά των ηθοποιών που δεν αρκούνται στην τεχνική αρτιότητα. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, μιλά για την προσωπική της πορεία από το Παιδαγωγικό Τμήμα στις εξετάσεις του Εθνικού Θεάτρου, για τις διαφορές θεάτρου και τηλεόρασης, αλλά και για τη διαρκή επαγρύπνηση που απαιτεί η τέχνη της υποκριτικής.
Ακροβατώντας ανάμεσα στη σκηνή και την κοινωνία, μοιράζεται σκέψεις για το πώς μεταφέρεται η πληροφορία, για τον φόβο μπροστά στην αργή κοινωνική αλλαγή, αλλά και για την πατριαρχία που εξακολουθεί να διαμορφώνει σχέσεις και προσδοκίες. Αντιμετωπίζει τον θεατή ως ζωντανό συνομιλητή κι επιμένει ότι «το μεγαλύτερο στοίχημα στην υποκριτική είναι πώς θα παίξουμε μαζί». Μια συνομιλία γεμάτη πυκνότητα, ειλικρίνεια και ρίζες μέσα στο σήμερα .
«Στο θέατρο ασχολούμαστε με τον άνθρωπο». Αυτή η φράση θα μπορούσε να συνοψίσει τη βαθιά πίστη της Νατάσσας Εξηνταβελώνη για το νόημα της τέχνης της. Με λόγο άμεσο και νηφάλιο, περιγράφει έναν δρόμο που δεν υπήρξε ούτε γραμμικός ούτε δεδομένος. Παράλληλα με τις σπουδές της στο Παιδαγωγικό Τμήμα, έδωσε εξετάσεις και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, αναζητώντας έναν χώρο έκφρασης που να χωράει όσα την απασχολούν. «Με στήριξε το οικογενειακό μου περιβάλλον και ας μην ήταν καλλιτέχνες. Ήταν μαζί μου σε όλα».
Η Εξηνταβελώνη δεν ωραιοποιεί την πραγματικότητα του θεάτρου. «Οι δυσκολίες του θεάτρου είναι να βρούμε δουλειά και να παραμείνουμε για πολύ καιρό στη συγκεκριμένη. Στην Ελλάδα του σήμερα αυτό δεν είναι ακατόρθωτο, αλλά σίγουρα είναι δύσκολο». Ίσως γι’ αυτό, επιμένει στη συνεχή δουλειά. Δεν πιστεύει στο “ταλέντο” ως στατικό χάρισμα, αλλά ως εγρήγορση. «Το ταλέντο είναι η δουλειά. Πρέπει να είσαι πάντα σε αγρύπνηση, να μην επαναπαύεσαι ποτέ».
Το θέατρο, όπως το βιώνει η ίδια, είναι τόπος ελευθερίας. «Στο θέατρο δεν νιώθω καταπιεσμένη, γιατί το βιοποριστικό μου κομμάτι το είχα λύσει». Και μέσα στη σκηνή, αφήνει χώρο στον αυθορμητισμό και την προσωπική ερμηνεία: «Πολλές φορές στις παραστάσεις μου αυτοσχεδιάζω». Από τις δουλειές που έχει κρατήσει ως σημεία αναφοράς ξεχωρίζει τον «Γλάρο». Δεν είναι τυχαίο. Εκεί, λέει, βρήκε έναν τρόπο να ακούει βαθιά τον ρόλο, τους συνεργάτες και το κοινό.
Η σχέση με τη σκηνοθεσία είναι για την ίδια ξεκάθαρη. «Δεν έχω δεχτεί ποτέ πίεση, γιατί θεωρώ ότι ένας καλός σκηνοθέτης σε πείθει ότι αυτό πρέπει να γίνει και θα γίνει». Δεν φοβάται να απορρίψει δουλειές όταν δεν νιώθει ασφαλής στο ανθρώπινο περιβάλλον μιας παραγωγής. «Διαλέγω πάντα βάσει των συνεργατών μου. Έχω απορρίψει κιόλας δουλειές επειδή δεν έχω αισθανθεί καλά με τους συνεργάτες μου».
Η τηλεόραση είναι για εκείνη άλλος κόσμος. «Κατάλαβα ότι το θέατρο με την τηλεόραση δεν έχουν καμία σχέση. Προτιμώ το θέατρο. Είναι όντως ένα μεγάλο σχολείο. Όποιος θέλει να ασχοληθεί με την τηλεόραση πρέπει να κάνει και έξτρα μαθήματα, πέρα από τη δραματική σχολή».
Στις παραστάσεις της ζητά απλώς σεβασμό: «Με ενοχλεί πάρα πολύ όταν με τραβάνε βίντεο με ανοιχτό φλας και όταν μιλάνε μεταξύ τους. Επίσης με ενοχλούν πολύ και τα μπουκαλάκια με νερό». Το κοινό δεν είναι για εκείνη παθητικό. Μπορεί να λειτουργήσει ακόμη και ως σημείο στήριξης: «Αν δω έναν θεατή ο οποίος με ηρεμεί, θα συγκεντρωθώ σε αυτόν κατά τη διάρκεια του μονολόγου».
Η Νατάσσα Εξηνταβελώνη δεν μιλά μόνο για την τέχνη. Η κοινωνική της ματιά είναι κοφτερή. «Πιστεύω στην έμφυλη διάσταση και στην επιρροή της πατριαρχίας. Δεν είμαστε έτοιμοι να αντιληφθούμε πόντο πόντο τα στάδια της βίας που υπάρχουν. Με τρομάζει στην κοινωνία σήμερα το πόσο αργά έρχεται η οποιαδήποτε αλλαγή. Φοβάμαι ότι έχουμε πολλές ήττες σε ανθρωπιστικό επίπεδο». Για εκείνη, η ενημέρωση είναι δύναμη και ευθύνη: «Το πώς μεταφέρεται η πληροφορία είναι τεράστια ευθύνη».
Σε πιο προσωπικό τόνο, περιγράφει στιγμές που φέρουν νόημα και ησυχία. «Το πρωί με ξυπνάει η έμπνευσή μου και το βράδυ με ηρεμούν οι άνθρωποι». Δεν είναι όλα ρόδινα. Υπάρχουν και μέρες αμφιβολίας: «Υπάρχουν μέρες που λέω “γιατί κάνω αυτή τη δουλειά”». Όμως υπάρχει πάντα μια φράση που τη συνοδεύει: «Υποπτεύομαι βαθιά τους ηθοποιούς που πάνε χαρούμενοι να παίξουνε. Αν δεν νιώθεις ένα μικρό δέος πριν πας να παίξεις, κάτι δεν πάει καλά».
Έτσι , φτάνουμε ξανά στην ουσία της συνεργασίας και της ζωντανής ανταλλαγής: «Το μεγαλύτερο στοίχημα στην υποκριτική είναι πώς θα παίξουμε μαζί. Αν εγώ παίζω εκπληκτικά την τρομακτική, αλλά πάνω στη σκηνή δεν τρομάζει κανείς, έχω αποτύχει».



