Μεγάλωσε στη Ρόδο, στα 18 της ήρθε στην Αθήνα και λίγα χρόνια μετά ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην υποκριτική στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ στην Αμερική. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, η επιτυχία ήρθε τόσο στον τηλεοπτικό όσο και στον θεατρικό χώρο.
Βρισκόμαστε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα Πέμπτης. Κάθομαι στο καφέ Βαρνάβα, αγαπημένο στέκι του Παγκρατίου, και είμαι ενθουσιασμένη που σε λίγη ώρα θα έχω μπροστά μου την Καλλιόπη, τη Μεταξία, την Ιουλιέτα… «Πόσοι ρόλοι και προσωπικότητες μαζεμένες!», σκέφτηκα. Προς μεγάλη μου έκπληξη ωστόσο απέναντί μου βρίσκεται μια Καλλιόπη τόσο απλή και φυσική, μακριά από τη ‘γκλαμουριά’ της τηλεοπτικής εικόνας και το ‘μεγαλείο’ του θεατρικού σανιδιού, που αυτό είναι που κάνει και τη συζήτηση μαζί της τόσο ενδιαφέρουσα, αλλά και την ίδια τόσο γοητευτική. Ευθύτητα, αμεσότητα, ειλικρίνεια. Αυτές είναι οι τρεις λέξεις που θα χρησιμοποιούσα για να περιγράψω τη συνέντευξη που ακολούθησε. Και τις οποίες είμαι σχεδόν βέβαιη ότι θα τις χρησιμοποιούσε και κάποιος για να χαρακτηρίσει έναν άνθρωπο, που, εκτός από το ταλέντο του, δεν έπαψε να με εκπλήσσει και με την προσωπικότητά του, από την προθυμία της να βοηθήσει τον ζητιάνο που διέκοψε ευγενικά τη συζήτησή μας προσφέροντας ένα κουτί χαρτομάντιλα, μέχρι και το κέρασμα που μου επιφύλασσε στο τέλος, λέγοντάς μου χαρακτηριστικά: «Όταν θα δουλεύεις σε περιοδικό ή στην τηλεόραση θα με κερνάς εσύ». Μια φράση που μου επιβεβαίωσε ότι δεν θα υπήρχε ιδανικότερο πρόσωπο για την πρώτη μου δημοσιογραφική δουλειά!

«Υπάρχω στην τέχνη όπως στη ζωή»
Καλλιόπη, η ενασχόλησή σου με το θέατρο και γενικότερα με τις τέχνες πάει αρκετά πίσω, στα πρώιμα παιδικά χρόνια. Έχεις δηλώσει ότι σε αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο η μητέρα σου και τα ερεθίσματα που σου έδωσε. Πιστεύεις ότι αν το εξωτερικό σου περιβάλλον δεν είχε καμία σχέση με την υποκριτική και τα καλλιτεχνικά, θα εκδηλωνόταν αυτή η κλίση σου;
«Δεν μπορώ να το ξέρω αυτό αλλά ξέρω πόσο σημαντικό ήταν αυτό το κομμάτι στη ζωή μου. Δεν ξέρω αν θα είχα ασχοληθεί με τις τέχνες αλλά σίγουρα θα ήταν πολύ διαφορετική η ενασχόλησή μου. Στις σπουδές μου στην Αμερική για παράδειγμα το σημαντικότερο δεν ήταν να μάθω τα τεχνικά πράγματα, ήταν το πώς εξελίχθηκε ο τρόπος σκέψης μου. Το ίδιο έγινε και στο σπίτι μου. Δεν είναι ότι απλά μου έδειχναν τέχνη, είναι οι συζητήσεις που προέκυπταν μετά. Διαβάζαμε δηλαδή κάτι και το συζητούσαμε, πήγαινα να δω μια έκθεση και τη συζητούσαμε ή θα άκουγα τους μεγάλους να συζητάνε, θυμάμαι χαρακτηριστικά μια φορά στο σπίτι μου ας πούμε να τσακώνονται για τη μετάφραση ενός ποιήματος. Για μένα ο καλλιτέχνης διαμορφώνεται κατά τον μεγαλύτερο βαθμό από το πώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο και τη σχέση του με αυτόν, τα τεχνικά είναι άλλο κομμάτι που είναι λιγότερο σημαντικό. Δεν ξέρω λοιπόν καν αν θα ακολουθούσα αυτόν τον δρόμο αν δεν είχα τα ερεθίσματα. Σίγουρα όμως θα ήταν εντελώς διαφορετικός ο τρόπος σκέψης μου στη ζωή γενικά. Όλα αυτά τα σκέφτομαι ως ένα, δεν σκέφτομαι ‘ααα οι τέχνες!’, σκέφτομαι πώς υπάρχω. Υπάρχω στην τέχνη όπως υπάρχω στη ζωή».
Πόσο σημαντικό είναι να έχουμε στήριξη από το περιβάλλον, οικογενειακό και φιλικό, για να εκπληρώσουμε τα όνειρά μας;
«Είναι πάρα πολύ σημαντικό να έχουμε στήριξη. Ας πούμε στην πρεμιέρα του ‘Ρωμαίος και Ιουλιέτα’ ήρθαν φίλοι μου από όλα τα μέρη του κόσμου, επειδή έχω σπουδάσει στο εξωτερικό έχω πολλούς φίλους που ζουν σε διάφορα μέρη. Ήρθαν δυο κολλητοί μου από τις Βρυξέλλες που ήταν στην Ιαπωνία και εκόψαν το ταξίδι τους νωρίτερα για να έρθουνε, μια φίλη μου από το Παρίσι, μια φίλη μου από το Ντουμπάι, ένας φίλος μου από την Τουρκία, ήρθε δηλαδή κόσμος μόνο για να με στηρίξει. Η στήριξη επομένως είναι πολύ σημαντική, γενικά θεωρώ ότι να κάνεις πράγματα ενάντια από την οικογένειά σου είναι κούραση. Βέβαια είναι και ο τρόπος που σε στηρίζουνε, θέλω να τονίσω εδώ ότι τώρα είναι τα εύκολα, είναι δηλαδή εύκολο να καταλάβει κανείς ότι είναι επιτυχία να παίξεις στο Μέγαρο Μουσικής ή στην τηλεόραση. Η μητέρα μου ας πούμε με στήριζε και πολύ πριν από αυτό. Όταν ήμουνα πχ η ‘καλή μαθήτρια’ που όλοι θεωρούσαν ότι έπρεπε να σπουδάσω νομική ή κάτι τέτοιο και εγώ ήθελα κάτι άλλο και όλοι μου έλεγαν ‘είσαι τρελή; Γιατί να το κάνεις αυτό, αφού είσαι τόσο καλή μαθήτρια’. Η μητέρα μου εκεί με στήριξε. Αυτά είναι τα δύσκολα. Στην επιτυχία είναι πιο εύκολο να σε στηρίξουνε. Δεν έχω παράπονο σε αυτό, είμαι πολύ τυχερή. Γιατί και η Αμερική ήταν δύσκολη. Η μητέρα μου πραγματικά όχι απλώς ‘σκίστηκε’, έκανε τα αδύνατα δυνατά για να πάω. Μου είπε, ‘πήγαινε κάνε ό,τι θέλεις’. Και γενικά νομίζω ότι η στήριξη είναι πολύ σημαντική, όχι μόνο για τις τέχνες, γενικά είναι σημαντικό οι γονείς να στηρίζουν τα παιδιά τους σε ό,τι αυτά θέλουν, γιατί άμα το κάνουν με αγάπη, θα το κάνουν καλά».
Εκτός από τη μητέρα σου υπήρχαν άλλα πρόσωπα που σε στήριξαν σε μεγάλο βαθμό στις επιλογές σου;
«Κοίταξε είχα πολλά πρόσωπα στη διάρκεια της πορείας μου. Είχα ας πούμε έναν φίλο πολλά χρόνια που ήμασταν μαζί από δω, μετά σπουδάσαμε μαζί στην Αμερική, ζήσαμε μαζί στην Αμερική, τώρα δεν είμαστε πια μαζί αλλά είμαστε πάρα πολύ αγαπημένοι. Αυτός ο άνθρωπος ήταν πάντα εκεί, στην πρόβα τζενεράλε να μου μιλήσει, να μου δώσει δύναμη. Στη ζωή μας επίσης είναι πάρα πολύ σημαντικοί οι δάσκαλοι. Ήμουνα πάρα πολύ τυχερή γιατί εγώ δεν είχα σπουδάσει θέατρο καθόλου πριν πάω στην Αμερική και πρώτη φορά έκανα στο Μπέρκλεϋ. Και έτυχε η πρώτη μου δασκάλα να είναι καταπληκτική. Αυτή πίστεψε σε μένα, μου το έδειχνε έμπρακτα. Αυτή ήρθε και μου είπε ‘λοιπόν, αυτό είναι, το ‘χεις. Ωραία η μουσική που κάνεις, ωραία και τα άλλα, αλλά αυτό που έχεις στην υποκριτική δεν το ‘χουν όλοι.’. Και όταν ήρθε και μου το είπε, τότε εγώ άρχισα να το κοιτάζω και να το πιστεύω, όχι ότι δεν μου άρεσε, απλώς δεν το είχα δει σαν πιθανότητα γιατί ήμουνα ήδη 22 χρονών τότε. Το ότι ήρθε εκείνη και με ξεχώρισε από όλους και μου είπε ‘εσύ πρέπει αυτό το πράγμα να το κάνεις επαγγελματικά’ ήταν που μου έδωσε το έναυσμα. Και είναι η μέντοράς μου ακόμα, τις προάλλες μάλιστα που ήμασταν στην Άγκυρα την πήρα τηλέφωνο και της λέω ‘είμαι στην Τουρκία και θα κάνω την πρώτη μου παράσταση επαγγελματικά’ και βάλαμε και οι δύο τα κλάματα σαν τρελές και της έλεγα ‘δεν το πιστεύω, άμα δεν ήσουν εσύ δεν θα το είχα σκεφτεί καν’. Μπορεί να είχα βρει το θέατρο από αλλού αλλά με εκείνη το βρήκα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο γιατί μου έδινε απίστευτο confidence. Δεν μου είπε ποτέ ‘όχι, το κάνεις λάθος’, δεν υπήρχε αυτό. Έλεγε ‘ναι, πάμε να εξερευνήσουμε και αυτό’, θα σου έδινε δηλαδή πάντα ένα έναυσμα. Εμένα αυτό μου έδωσε τεράστια αυτοπεποίθηση γιατί δεν φοβόμουνα ποτέ να ανέβω πάνω στη σκηνή και να δοκιμάζω πράγματα. Και όταν είσαι άνετος με το να αποτύχεις, αυτή είναι η καλύτερη συνταγή επιτυχίας, δεν υπάρχει μεγαλύτερη συνταγή επιτυχίας από το να νιώθεις άνετα στην αποτυχία. Με καθοδηγούσε λοιπόν χωρίς να με νουθετεί ή να μου πει ‘αυτό πρέπει να κάνεις’, όπως και η μητέρα μου. Μου διδάσκανε με παράδειγμα, by example, πώς οι ίδιες υπήρχαν, κι έτσι μάθαινα κι εγώ. Κι έτσι κάπως έχω υπάρξει πολύ τυχερή με τις γυναίκες στη ζωή μου. Και ακόμα και με πρόσωπα που συνεργάζομαι τώρα λαμβάνω μεγάλη στήριξη. Ο Μάρκος ο Παπαδοκωνσταντάκης ας πούμε, ο συνάδελφός μου στη ‘Μάγισσα’ είναι σαν μεγάλος μου αδερφός».
Πριν φύγεις για την Αμερική είχες περάσει στη Φιλοσοφική. Θα ήταν ένας στόχος σου η απόκτηση ενός πτυχίου σε αντικείμενο διαφορετικό από τις τέχνες;
«Δεν νομίζω, όχι. Κι αν ήταν κάτι, θα ήταν πάλι γύρω από τις τέχνες. Αλλά σε κάποια άλλη φάση ίσως, τώρα αυτήν τη στιγμή όχι. Είμαι τόσο χαρούμενη και τόσο γεμάτη με αυτό που κάνω, τι άλλο να κάνω;»

«Φέρουμε ευθύνη για τα πάντα»
Πώς ήταν τα χρόνια στην Αμερική που δούλευες κιόλας παράλληλα με τις σπουδές σου;
«Ήταν δύσκολα πολύ αυτά τα χρόνια, δεν θα τα άλλαζα όμως με τίποτα γιατί δεν θα έφτανα καλλιτεχνικά στο επίπεδο που είμαι τώρα αν δεν είχα πάει στην Αμερική. Οι προσλαμβάνουσες και τα standards ήταν τέτοια, που με ‘έπλασαν’. Το είχα κιόλας από την οικογένειά μου, οπότε όλο αυτό ήρθε και ‘κούμπωσε’. Η Αμερική ήταν τρομερά δοτική αλλά και τρομερά σκληρή. Γι’ αυτό και δεν θα πρότεινα σχεδόν σε κανέναν να πάει. Πρέπει να είσαι πολύ σκληρό καρύδι και να δουλεύεις με ακραίους ρυθμούς, κάτι που δεν το συναντάω συχνά σε ανθρώπους».
Στις σχέσεις μου, στη δουλειά μου,΄δίνομαι’ με πληρότητα. Επίσης όταν θέλω κάτι πολύ, το παλεύω μέχρι αηδίας
Αποφάσισες να κάνεις επαγγελματικά βήματα στο εξωτερικό, ωστόσο οι μεγάλες επιτυχίες και η αναγνωρισιμότητα ήρθε στην Ελλάδα. Η ζωή τα φέρνει πολλές φορές διαφορετικά από ό,τι τα έχουμε σχεδιάσει; Γίνονται όλα για κάποιον λόγο;
«Γενικά δεν πιστεύω ότι όλα για κάποιο λόγο γίνονται. Πιστεύω ότι ό,τι μου έρχεται εγώ μπορώ να το κάνω να λειτουργήσει κάπως, δεν πιστεύω πολύ στα τυχαία. Όλα είναι πώς τα κάνουμε εμείς να λειτουργούν στη ζωή μας. Εξαρτάται στον άνθρωπο πώς θα το δει. Δηλαδή εμένα μπορεί να μου έρθει κάτι που να είναι ‘άβολο’ κι εγώ να το κάνω να λειτουργήσει και κάποιος άλλος να πει ‘δες τι μου ‘τυχε!’. Το ίδιο πράγμα μπορείς να το δεις είτε με θετικό πρόσημο είτε με μία μίζερη αντίληψη, ότι ‘αα μου συμβαίνουν όλο κακά και ατυχίες!’. Εμείς έχουμε ευθύνη για τα πάντα, εμείς φέρνουμε τα πράγματα στη ζωή μας, όχι οι άλλοι. Και όλα όπως είπαμε έχουν να κάνουν με το perspective. Πρέπει να είμαστε ανοιχτοί και ευπροσάρμοστοι, έτσι αρπάζουμε και τις ευκαιρίες. Όσον αφορά τώρα την αναγνωρισιμότητα και την επιτυχία, επειδή εγώ γενικά δουλεύω πολύ, έχω πίστη ότι θα μου έρθουν αυτά για τα οποία δουλεύω. Κινώ τα πράγματα, δεν τα αφήνω στην τύχη τους. Και τους δύο ρόλους που μου ήρθαν, τη Μεταξία και την Ιουλιέτα, δεν θα τους άλλαζα με τίποτα, υποκριτικά ήτανε δώρο».
Πώς θα περιέγραφες την Καλλιόπη στην καθημερινότητά της όταν δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός;
«Δύσκολη ερώτηση. Η αλήθεια είναι ότι τα πάντα που σκέφτομαι είναι γύρω από την ηθοποιία. Μ’ αρέσει τόσο πολύ που δε φεύγω ποτέ από αυτό. Γενικά βέβαια θα έλεγα ότι είμαι πολύ δοτική στα πάντα. Και στις φιλίες μου είμαι πολύ και γι’ αυτό είναι και οι φίλοι μου δοτικοί μαζί μου. Στις σχέσεις μου, στη δουλειά μου,΄δίνομαι’ με πληρότητα. Επίσης όταν θέλω κάτι πολύ, το παλεύω μέχρι αηδίας».
Έχεις δηλώσει ότι κάνεις ψυχοθεραπεία και σε βοηθάει πολύ στη ζωή σου και στη δουλειά σου.
«Με βοηθάει πάρα πολύ. Να το κάνετε όλοι, αλήθεια, θα γίνετε καλύτεροι άνθρωποι. Είναι σημαντικό βέβαια να βρούμε τον σωστό άνθρωπο που να μας ταιριάζει. Αλλά δεν το συζητώ, δεν θα μπορούσα να κάνω όλα αυτά αν δεν έκανα ψυχοθεραπεία. Και στην περίπτωση που τα έκανα δεν θα τα ευχαριστιόμουνα, θα υπέφερα. Όταν μου λέει κάποιος ‘γιατί να κάνω ψυχοθεραπεία δεν έχω κάτι’, λέω ‘τέλεια, τώρα είναι το ιδανικό γιατί θα πας και θα γίνεις καλύτερος!’. Η ψυχοθεραπεία δεν έχει να κάνει μόνο με προβλήματα όπως νομίζουμε οι περισσότεροι. Μας κάνει καλύτερους ανθρώπους».
Η ξαφνική δημοσιότητα που έλαβες σε τρόμαξε;
«Για πολύ λίγο. Το ξεπέρασα πολύ γρήγορα γιατί ξέρω ότι είναι μέρος της δουλειάς μου, δεν είναι ότι δεν μπορώ να περπατήσω στον δρόμο. Είμαι ευγνώμων για τους ανθρώπους που βλέπουν τη δουλειά μου, πολλοί έρχονται και μου λένε πόσο τους αρέσει, λόγω αυτών μπορώ να την κάνω. Επίσης είμαι ευγνώμων προς τους δημοσιογράφους. Κι εκείνοι κάνοντας τη δουλειά τους προωθούν τη δική μας δουλειά. Είναι το ίδιο με τους ανθρώπους που έχουν τα fun accounts, που μου λένε ‘σε ευχαριστούμε που μας απαντάς’ και λέω ‘προφανώς, ακριβώς επειδή υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι εμείς έχουμε δουλειά. Αποτελούν έναν πολύ σημαντικό λόγο».
Η Ιουλιέτα είναι καλύτερη από μένα, θα την κάνω όπως της αξίζει
Σε επηρεάζει η κριτική που δέχεσαι, είτε θετική είτε αρνητική;
«Θυμάμαι συζητούσα με διάφορα άτομα πώς τα επηρεάζει η γνώμη των άλλων και έλεγα, ‘όταν εγώ περνάω καλά με αυτό που κάνω πάνω στη σκηνή, δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει κάποιος και να μου πει ότι δεν το έκανα καλά’. Όταν περνάω τόσο καταπληκτικά πραγματικά δεν υπάρχει περίπτωση. Κι αν έρθει, γιατί σίγουρα θα υπάρχουν άτομα που θα πούνε κάτι κακό, δεν θα υπάρξει καν στη στρατόσφαιρά μου, θα είμαι σε άλλη στρατόσφαιρα, δεν θα το αντιληφθώ καν. Και είναι πολύ λυπηρό όταν εμείς οι καλλιτέχνες, αλλά και όλοι οι άνθρωποι, σαμποτάρουμε τους εαυτούς μας, γιατί έχουμε μάθει ότι δεν αξίζουμε αρκετά, και νιώθουμε ότι την ώρα της ‘αιχμής’ δεν θα τα καταφέρουμε. Κι εγώ το είχα νιώσει αυτό γιατί προέρχομαι από ένα background που όλοι πίστευαν στο ταλέντο μου και δούλευα πάρα πολύ. Κι έλεγα ‘δεν θα αντέξω την ώρα της αιχμής, θα σαμποτάρω τον εαυτό μου’. Ένιωθα το βάρος στους ώμους μου, πχ με τον ρόλο της Ιουλιέτας που ήμουν η πρωταγωνίστρια. έλεγα ‘δεν πρέπει να φοβηθώ να αγγίξω το ‘full potential’». Κι έτσι τελικά δεν σαμπόταρα τον εαυτό μου, ανέβηκα στη σκηνή κι έλεγα ‘θέλω κι άλλο, δώστε μου κι άλλο’. Σε μία σκηνή μάλιστα που διατάζω τους συμπρωταγωνιστές μου ως Ιουλιέτα ένιωσα λες κι είμαι 10 μέτρα. Ήταν σούπερ το συναίσθημα αυτό».

Στο θέατρο υποδύθηκες την Ιουλιέτα, την οποία έχεις εκμυστηρευτεί πως θα ήθελες οπωσδήποτε να την παίξεις κάποια στιγμή. Τι ιδιαίτερο έχει αυτός ο ρόλος και είναι τόσο ξεχωριστός για εσένα;
«Η Ιουλιέτα θεωρώ ότι είναι από τους πιο έξυπνους χαρακτήρες του Σαίξπηρ. Καταρχάς όλοι μου λέγανε ότι ιδιοσυγκρασιακά μου ταιριάζει. Γιατί με είχαν στο μυαλό τους ως γλυκιά και αγνή ψυχή. Και καταλάβαινα πιο μικρή ότι ταιριάζω και ιδιοσυγκρασιακά και εμφανισιακά με αυτό που οι άνθρωποι έχουμε στο μυαλό μας ως Ιουλιέτα. Και μετά όταν ήμουν στη σχολή διάβασα το έργο και έκανα και κάποιες σκηνές της Ιουλιέτας σε μαθήματα. Και είπα ‘ούτε γλυκούλα είναι, ούτε αθώα είναι, ούτε αγνή, ούτε εύθραστη’. Δεν καταλάβαινα από πού προέκυψαν αυτά, εγώ έβλεπα μια κοπέλα τρομερά ευφυή, με τα λόγια δηλαδή που λέει τους φέρνει όλους βόλτα. Η μάνα της σε κάποια σημεία τα παρατάει, δεν καταλαβαίνει τι λέει, η παραμάνα το παραδέχεται, ότι είναι από μικρή πανέξυπνη, μέχρι κι ο Ρωμαίος. Η Ιουλιέτα απαιτεί, διεκδικεί. Έχει τρομερό θάρρος και θράσος. Τα πάντα όμως τα κάνει με ευθύτητα, δεν κάνει τίποτα ύπουλα. Και έχουμε πράγματι πολλά κοινά, αλλά εκείνη είναι καλύτερη από εμένα κι εγώ προσπαθώ να μάθω από αυτήν. Είναι καλύτερη από όλους μας. Δεν είναι αγνή επειδή είναι αμόλυντη. Είναι αγνή επειδή δεν έχει μολυνθεί από τη σαθρότητα του περιβάλλοντός της και έχει ευθύτητα σε ό,τι ζητάει. Όταν διάβασα το κείμενο, είχα σοκαριστεί από το πώς έχει περάσει έτσι η εικόνα της στους ανθρώπους. Ο Ρωμαίος πχ τη λέει ‘ήλιο’. Ο ήλιος δεν είναι αγνός ούτε εύθραυστος. Ο ήλιος καίει σαν τη φωτιά».
Πώς θα χαρακτήριζες στο σύνολο την πρώτη σου θεατρική εμπειρία;
«Ήταν πολύ δύσκολα. Για τρεις μήνες ξυπνούσα κάθε μέρα οχτώμιση ώρα, πήγαινα γυμναστήριο, ακόμα και Κυριακή όταν ήταν ανοιχτό, γιατί θεωρούσα ότι για να αντέξω σωματικά έπρεπε να έχω μία δύναμη τέτοια, μετά πρόβες μέχρι τις 9 το βράδυ και μετά πήγαινα ή στην κινησιολόγο μου, ή στον καθηγητή μου της υποκριτικής ή στον δάσκαλο της φωνητικής. Μία η ώρα το πρωί γυρνούσα σπίτι μου συνήθως, έκανα μπάνιο και κοιμόμουνα για λίγες ώρες, για να το ξανακάνω πάλι από την αρχή. Χωρίς σταματημό όλο αυτό, και τις Κυριακές και τις αργίες είχαμε πρόβες. Σε όποιον μου έλεγε να πάμε για καφέ του έλεγα ‘τέλος Μαϊου μπορείς; Τότε τελειώνω’ (γέλια)».
Εφόσον το έργο είναι και αγγλόφωνο, πιστεύεις ότι ένας λόγος που σε διάλεξαν για τον ρόλο ήταν ότι έχεις σπουδάσει στο εξωτερικό και μιλάς τόσο καλά αγγλικά;
«Σίγουρα. Πήγα εκεί και.. δεν άφησα περιθώριο να μη με πάρουνε! (γέλια) Βοήθησε, ναι. Αλλά νομίζω ότι αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που έπαιξαν ρόλο».
Μια τέτοια πρωτοβουλία όπως η σύμπραξη Ελλάδας-Τουρκίας σε μία θεατρική παράσταση μπορεί να λειτουργήσει ενωτικά σε δύο χώρες με τεταμένο πολιτικό κλίμα; Η τέχνη τελικά ενώνει διαφορετικούς κόσμους;
«Πιστεύω πως μόνο πολιτικά είναι τεταμένο το κλίμα, όχι διαπροσωπικά. Γενικά δεν θέλω να το σκέφτομαι έτσι είναι η αλήθεια. Δεν θα κάνω τέχνη για να ενώσω, θα κάνει τέχνη και η τέχνη από μόνη της θα ενώσει και θα κάνει από μόνη της τη δουλειά της».
Θα το ξαναέκανες αυτό, θα συμμετείχες πάλι σε μία παράσταση πολυπολιτισμικού χαρακτήρα;
«Όλα θα τα ξαναέκανα αυτά. Αλλά ήταν τεράστιο το βάρος. Και επειδή δεν είχα ξανακάνει κάτι παρόμοιο ήταν ακόμη μεγαλύτερο. Ο βασικός λόγος όμως που εξαρχής ήθελα να συμμετέχω ήταν επειδή δεν πίστευα πόσο έχουμε υποτιμήσει έτσι την Ιουλιέτα. Η Ιουλιέτα δεν είναι έτσι όπως τη φανταζόμαστε, είναι αλλιώς. Κι εγώ την ξέρω επειδή ζει μέσα μου. Όλοι μας είμαστε δυναμικά μια Ιουλιέτα. Και είπα ΄όχι, θα την κάνω με τον τρόπο που της αξίζει να είναι».

«Ο έρωτας έχει κατεύθυνση προς τη ζωή γενικά»
Ο «Ρωμαίος και η Ιουλιέτα» ως έργο θα έλεγε κανείς ότι είναι ένας ύμνος στον απόλυτο έρωτα. Πιστεύεις ότι αυτός ο ρομαντισμός που αποδίδεται από τον Σαίξπηρ παρεκκλίνει από την πιο ‘ρεαλιστική’ σύγχρονη πραγματικότητα;
«Δεν είναι ρομαντισμός, είναι πάθος, είναι όρεξη. Εγώ δεν έχω χάσει τον έρωτα στη ζωή μου. Εγώ το ζω φουλ. Και δεν εννοώ μόνο ερωτικά με κάποιον. Έρωτας δεν είναι μόνο προς κάποιον άλλον, ‘εγώ είμαι ερωτευμένη με τον Ρωμαίο ή με τον τάδε’. Έρωτας είναι η διάθεσή μας προς τα πράγματα. Πώς υπάρχω εγώ στη ζωή μου; Είμαι ερωτευμένη. Ο τρόπος που φέρω τον εαυτό μου, στη συναναστροφή μου, στη δουλειά μου, στο πώς θα πάω στο γυμναστήριο, πώς θα γνωρίσω ανθρώπους, όλο αυτό εγώ το κάνω με ένα τρομερό πάθος. Για μένα αυτό είναι έρωτας. Η Ιουλιέτα ας πούμε κάνει ακραία πράγματα για τον έρωτα, όχι απλώς για να την ‘πει’ στους γονείς της, όπως μου λένε κάποιοι. Και έρωτας δεν σημαίνει μόνο προς ένα πρόσωπο, μπορεί να είναι ο έρωτας προς την ανεξαρτησία, ο έρωτας μπροστά σε μία ζωή που δεν έχει ξαναδεί ποτέ. Ο Ρωμαίος για εκείνη είναι η ανεξαρτησία της. Είναι σαν εμείς να μην είχαμε πιει ποτέ στη ζωή μας νερό και να πίναμε ξαφνικά μια μέρα με 40 βαθμούς. Φαντάζεσαι πόσο ακραίο θα ήταν αυτό; Σκέψου, μετά θα μπορούσαμε να ζήσουμε μια ζωή χωρίς να ξαναπιούμε νερό, άμα ξέραμε ότι υπήρχε; Αυτό είναι ο έρωτας. Έχει κατεύθυνση όχι προς ένα πρόσωπο απαραίτητα, αλλά προς τη ζωή γενικά. Κι εγώ επειδή υπάρχω έτσι, τέτοιους ανθρώπους προσελκύω και στη ζωή μου. Στη γενιά μας τώρα αυτό που μου αρέσει είναι ότι όλο αυτό το ‘τι πρέπει’ το καταρρίπτουμε. Αν μου πει κάποιος ‘εγώ θέλω να κάνω αυτό’ και το κάνει ζώντας με πάθος τη ζωή του γενικά, είμαι φουλ υπέρ. Όλο έχει να κάνει με τη διάθεσή μας προς τα πράγματα και πιστεύω ότι στην εποχή μας ο καθένας πρέπει να είναι ο εαυτός του, χωρίς να απολογείται και να ζητάει συγγνώμη».
Εγώ δεν θέλω μέτρια πράγματα, βαριέμαι το περίπου. Ή θα μου δώσεις το είναι σου ή μη μου δώσεις τίποτα.
Η τέχνη ωστόσο μας επιτρέπει να υπερβούμε όρια που στη σημερινή εποχή και την καθημερινότητα φαντάζουν άπιαστα;
«Η τέχνη θρέφεται από τη ζωή. Αυτά που υπάρχουν στην τέχνη υπάρχουν ακριβώς επειδή υπάρχουν στη ζωή. Αλλιώς δεν θα υπήρχαν στην τέχνη θεωρώ. Και μπορεί το ίδιο πράγμα που υπάρχει πχ σε ένα θεατρικό έργο να το πεις με έναν άλλο τρόπο του ‘σήμερα’, που να έχει την ίδια δύναμη και βαρύτητα. Γενικά βέβαια υπάρχει αυτό στη γενιά μας, ότι οι άνθρωποι φοβούνται να δώσουν το είναι τους γιατί φοβούνται μην φάνε τα μούτρα τους. Εγώ δεν θέλω μέτρια πράγματα, βαριέμαι το περίπου. Ή θα μου δώσεις το είναι σου ή μη μου δώσεις τίποτα. Αλλά αυτά τα ακραία συναισθήματα νομίζω υπήρχαν πάντα και παντού, είναι πανανθρώπινα, αιώνια. Γι’ αυτό και επαναλαμβάνονται. Γι’ αυτό η αγάπη ας πούμε επαναλαμβάνεται στην τέχνη. Γιατί υπάρχει πάντα. Αυτό που κινεί την τέχνη είναι αυτά τα έντονα συναισθήματα. Οι άνθρωποι δεν ξέρουν πώς να τα πουν, να τα βάλουν σε ένα ‘καλούπι’, οπότε χρειάζονται την τέχνη, για να μπορέσουν να διοχετεύσουν κάπου αυτήν την ενέργεια. Είναι μεγαλύτερα από μας αυτά τα συναισθήματα. Αυτό νομίζω κάνει υπέροχα και ο Σαίξπηρ. Για μένα θεωρώ κάπως ότι όλες οι μορφές τέχνης πρέπει να είναι σαν την ποίηση. Μια ταινία, μια παράσταση, μια σειρά, όλα πρέπει να είναι σαν την ποίηση. Πρέπει δηλαδή να βρίσκουμε τον λιγότερο αριθμό λέξεων και χρόνου για να περικλείσουμε αυτό το ένα σπουδαίο συναίσθημα ή τα περισσότερα συναισθήματα. Ένα καλό σενάριο ας πούμε είναι αυτό που χρησιμοποιεί τα λιγότερα δυνατά λόγια και φέρνει το ίδιο αποτέλεσμα, το ίδιο και μια καλή ταινία».
Το δίπολο έρωτας-θάνατος είναι κυρίαρχο στο έργο του Σαίξπηρ. Θεωρείς ότι αυτά κινούν τη ζωή, αυτές οι δύο έννοιες είναι οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις, από όπου πηγάζει όλη μας η υπαρξιακή αναζήτηση;
«Δεν ξέρω άμα είναι οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις αλλά γενικά τη ζωή την κινούν πολύ έντονα πράγματα. Ο έρωτας είναι ένα από αυτά και ο φόβος επίσης. Και ο φόβος μας κατά βάση είναι γύρω από τον θάνατο. Όλοι οι φόβοι καταλήγουνε στο πότε θα καταλήξουμε. Αυτές νομίζω είναι δύο μεγάλες δυνάμεις, ο έρωτας και ο φόβος για τον θάνατο, δεν ξέρω αν είναι οι μεγαλύτερες. Το μίσος ας πούμε δεν είναι αρκετά μεγάλη δύναμη. Αυτή η παράσταση ουσιαστικά όσο μιλάει για την αγάπη μιλάει και για το μίσος. Και ουσιαστικά η Ιουλιέτα πρέπει να πεθάνει στο τέλος. Γιατί μόνο έτσι καταλαβαίνουν οι δύο μεριές πόσο ανούσιες είναι οι διαμάχες τους».

«Στη ‘Μάγισσα’ έπαιρνα πολλές πρωτοβουλίες»
Έχεις δηλώσει πως η συνεργασία σου με τους συναδέλφους σου στη «Μάγισσα» ήταν άψογη. Πόσο σημαντικό είναι το καλό κλίμα σε μία δουλειά;
«Ήτανε σούπερ ναι. Είμαστε πάρα πολύ αγαπημένοι. Επειδή ήταν και η πρώτη μου δουλειά δεν ήξερα. Και μου το έλεγαν και οι μεγαλύτεροι, πχ ο Τάσος Νούσιας, ότι δεν είναι όλες οι δουλειές έτσι. Σε εμάς κάπως ‘πέτυχε’ η συνταγή και ταιριάξαμε. Ντάξει όταν δουλεύεις έναν χρόνο με κάποιους σίγουρα θα υπάρχουν και διαφωνίες και τα λοιπά αλλά στο συνολικό, κοιτώντας πίσω, έχω πάρα πολύ ωραία ανάμνηση. Και βρισκόμαστε ακόμα με τους συναδέλφους μου. Με τον Βασίλη Μηλιώνη ας πούμε ή με τον Γιάννη Τσουμαράκη κάνουμε παρέα, με την Έλλη Τρίγγου θα την πάρω να τις ζητήσω συμβουλές, με τον Νίκο Ψαρρά θα μιλήσουμε για τις επόμενες δουλειές. Βέβαια εγώ είμαι η οργανωτική, εγώ τους οργανώνω όλους. Εγώ είμαι αυτή που κανονίζω πάντα, σκέψου ακόμα δεν έχουμε κανονίσει πάρτυ και τους λέω ‘παιδιά είναι δυνατόν;’. Μου λένε ‘κανόνισέ το εσύ’ κι εγώ τους λέω ‘εγώ έχω Ρωμαίο και Ιουλιέτα τώρα, εσείς είστε χαλαροί’ (γέλια). Και ένας λόγος που έγινε έτσι πολύ ωραίο το παρεάκι μας είναι επειδή εγώ πήγαινα και τους οργάνωνα, κάναμε πράγματα. Ή ας πούμε με τον Βασίλη Μηλιώνη και τον Μάρκο Παπαδοκωνσταντάκη, επειδή ήξερα ότι θα έχουμε πολλές ερωτικές σκηνές κι αυτά, εγώ κάπως κανόνιζα να πάμε για καφέ, για ποτά πριν, κάπως να δημιουργήσουμε σχέσεις. Μ’ αρέσει να το κάνω αυτό, θέλω να κάνω τη ζωή μου πιο εύκολη. Είναι πιο ωραία αν γουστάρεις τους ανθρώπους που παίζεις απέναντί τους. Γενικά κιόλας με τους παρτενέρ μου έχω υπάρξει πολύ τυχερή. Με τον Μάρκο ας πούμε θεωρώ ότι έχουμε ακραία χημεία».
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό, και δεν είναι η πρώτη φορά που στο λένε, το πώς υπάρχει τέτοια απόκλιση μεταξύ Καλλιόπης και Μεταξίας. Η μία γλυκύτατη, η άλλη κακομαθημένη. Είναι δύσκολη πιστεύεις για τον ηθοποιό η ισορροπία μεταξύ της δικής του προσωπικότητας και της προσωπικότητας ενός ρόλου, πόσο μάλλον όταν αυτός είναι ‘κόντρα’;
«Εγώ στο μεταξύ, ενώ όλοι μου το λένε, το πόσο ‘γλυκιά είσαι στην πραγματικότητα’ δεν θεωρώ ότι υπάρχει απόκλιση. Δεν ξέρω τι περιμένανε ότι θα είμαι, πώς θα κυκλοφορούσα αν ήμουν σαν τη Μεταξία (γέλια). Τις προάλλες είχαμε διαφωνία με τον Λευτέρη Χαρίτο γι’ αυτό γιατί μου έλεγε, ‘μα καλά πώς έγινε και το πετύχαμε με σένα και τη Μεταξία που είσαι τόσο διαφορετική’ και του λέω ‘δεν είμαι καθόλου διαφορετική από τη Μεταξία απλά εγώ δεν θα πατούσα ποτέ επί πτωμάτων, είμαι ευγενική, αυτό είναι όλο’. Το πιο βασικό της Μεταξίας είναι ότι είναι ασταμάτητη. Εγώ το έχω αυτό. Απλώς αυτή έχει κάτι σαδιστικό, εγώ δεν έχω καθόλου σαδισμό και έχω πάρα πολλούς ηθικούς φραγμούς. Ουσιαστικά πήρα τα ωραία στοιχεία του εαυτού μου, τα έβαλα μέσα στον ρόλο και μετά πρόσθεσα αυτά που δεν είμαι καθόλου, τα οποία όμως τα διασκεδάζω πάρα πολύ να τα παίξω, ακριβώς γιατί δεν είμαι καθόλου εγώ. Δεν θα πήγαινα δηλαδή ποτέ να τραμπουκίσω έναν άνθρωπο, τι ωραία όμως που το κάνω εκεί πέρα! Όσο πιο μαύρο και λοξό και περίεργο είναι αυτό που θα παίξω, τόσο το καλύτερο για μένα. Έλεγα ‘τι ωραία, τέλεια!’. Και τα περισσότερα δεν ήταν έτσι γραμμένα, όπως τα έπαιξα, ήταν απλά τα λόγια, χωρίς να σου λέει το πώς. Δηλαδή εκεί που θα άρχιζα και θα γελούσα και θα τα έκανα όλα σαδιστικά, αυτά δεν υπήρχανε. Στο 6ο επεισόδιο για παράδειγμα δεν υπήρχαν αυτά καθόλου. Έγραφε απλά ότι η Μεταξία φωνάζει συνέχεια. Κι εγώ θεωρούσα ότι αυτή δεν φωνάζει. Φωνάζει σε πολύ λίγες στιγμές. Και είχε ενδιαφέρον γιατί δεν ήξερα αν οι σεναριογράφοι θα είναι οκ με αυτό, γιατί ήταν μια πολύ τολμηρή επιλογή. Ήταν πολύ διαφορετικό από το σενάριο, είχε δηλαδή πολλά πράγματα το σενάριο μέσα με κεφαλαία, αυτό σημαίνει ότι τα φωνάζεις. Εγώ όμως δεν θεωρούσα ότι αυτή φωνάζει. Και είχε πλάκα γιατί πρώτη φορά που δοκίμασα κάτι διαφορετικό από το σενάριο ήταν σε μία σκηνή στο 21ο επεισόδιο, από αυτές που γυρίσαμε πολύ νωρίς, που καθόμαστε όλες μαζί στο τραπεζάκι και κεντάμε, εγώ, η Κατερίνα Λέχου, η Κερασίνα και η Ρηνιώ. Και εμφανίζεται η Έλλη Τρίγγου με τον δίσκο κι εγώ στην ουσία την τραμπουκίζω. Και είχα στο μυαλό μου ότι αυτό πρέπει να γίνει με απόλυτη αδιαφορία και γλύκα, να πω το πιο αισχρό πράγμα σαν να είναι…το τίποτα! Αλλά αυτό ήταν κάτι πολύ τολμηρό, δεν το έγραφε έτσι μέσα και δεν το είχα συζητήσει με τον σκηνοθέτη. Και ακόμα δεν είχα θράσος και τέτοια».
Άρα παίρνεις πρωτοβουλίες, δεν ακολουθείς πιστά το σενάριο;
«Πάρα πολλές. Και όσο πήγαινε και ένιωθα άνετα έκανα ακραία πράγματα. Αλλά με συνεννόηση, ήξερα ότι είναι σύμφωνοι αυτοί που πρέπει να είναι σύμφωνοι. Αλλά σε εκείνη τη σκηνή δεν το είχα συζητήσει, ήταν η πρώτη φορά που θα το έκανα αυτό. Και θυμάμαι κάναμε πρόβα πρώτα πριν κάνουμε το γύρισμα και την πρώτη φορά με κάμερες το λέω έτσι, χωρίς φωνές, και δεν λέει κανείς τίποτα, δεν σχολιάζουν κάτι. Κι εγώ επειδή ακόμα δεν είχα πολύ θράσος γιατί είχα πολύ άγχος να τα κάνω καλά, πάμε να κάνουμε λήψη και κάνω την ίδια σκηνή πιο τσαντισμένα. Και σταματάει ο Χαρίτος και μου λέει ‘όχι, όπως το ‘κανες πριν!’ και λέω ‘ουφ, πάλι καλά, λειτούργησε!’. Αυτό ήταν η πρώτη επιβεβαίωση. Και μετά στο επεισόδιο 6, που το γυρίσαμε αργότερα, στη σκηνή που πατάω την Έλλη Τρίγγου με τα γυαλιά, ακριβώς πριν είναι η σκηνή που την τραβάω από την αυλή και τη φέρνω μέσα. Και εκεί έχει φουλ τραμπούκισμα. Κι εγώ αυτό το έκανα με χαμόγελο. Αυτό επίσης ήταν μια πολύ τολμηρή επιλογή γιατί στο σενάριο έγραφε ‘φωνές’. Και με βλέπουν οι σεναριογράφοι και, ενώ εμένα η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά από το άγχος, μου λένε ‘καλά, πού το σκέφτηκες αυτό, τέλειο!’. Και είπα μέσα μου ‘πάλι καλά Παναγίτσα μου!’. Από κει και πέρα, αφού πήρα το οκ από αυτές τις δύο πλευρές, και από τους δύο σεναριογράφους μας δηλαδή, τη Μελίνα Τσαμπάνη και τον Πέτρο Καλκόβαλη, έκανα ακραία πολλά δικά μου. Και εκείνοι μου έδιναν χώρο να έχω ελευθερία και να αυτοσχεδιάζω».

«Ο ρόλος είναι το παν»
Μια κινηματογραφική δουλειά θα ήταν μέσα στους στόχους σου;
«Θα το ήθελα πάρα πολύ. Βασικά εμένα με νοιάζει να κάνω καλούς ρόλους, δεν με νοιάζει τόσο ποιο είναι το μέσο, αλλά, επειδή είμαι τρομερά σινεφίλ η ίδια, θα το ήθελα πολύ. Με τα σωστά δεδομένα βέβαια, στην Ελλάδα δεν γίνονται πολλές δουλειές, αλλά γίνονται λίγες που συχνά είναι πολύ καλές. Κάτι τέτοιο θα το ήθελα».
Μιας και έχεις ασχοληθεί πολύ και με τον χορό και το τραγούδι, θα ήθελες μια μελλοντική σου δουλειά να είναι ένα μιούζικαλ, όπως το ‘Chicago’ που έκανες στην Αμερική;
«Θα το έκανα, βέβαια δεν είναι ο στόχος μου να κάνω μιούζικαλ αλλά αν ερχόταν μια καλή πρόταση θα το έκανα. Και εδώ βάζω σε πρώτη μοίρα τον ρόλο ανεξάρτητα από το είδος».

Καλλιόπη, σε ευχαριστώ πολύ για την υπέροχη συζήτηση!



